Κατά το τέλος της πρώτης μέρας, το φεστιβάλ είχε ήδη ανακηρυχθεί πλέον «ελεύθερη ζώνη». Οταν είδαν τα πλήθη που συνέρρεαν κατά κύματα, οι διοργανωτές ανακοίνωσαν από τα μικρόφωνα της σκηνής ότι «από τώρα και στο εξής αυτή είναι μια ελεύθερη συναυλία», ενώ είχαν πωληθεί ήδη γύρω στα 180.000 εισιτήρια προς 20 δολάρια το ένα. Παρά τα ονόματα που εμφανίστηκαν – ανάμεσά τους οι Who, οι Grateful Dead, οι Jefferson Airplane, οι Band, ο Santana, ο Ραβί Σανκάρ, η Τζάνις Τζόπλιν, η Τζόαν Μπαέζ – και τις στιγμές που έμειναν στην Ιστορία, όπως το κομμάτι «Younger Generation» που τραγούδησε ο Τζον Σεμπάστιαν, αφιερωμένο στο πρώτο από τα δύο μωρά που γεννήθηκαν στο Γούντστοκ τις μέρες του φεστιβάλ, ή τη φρενήρη διασκευή – αποδόμηση του αμερικανικού εθνικού ύμνου από τον Τζίμι Χέντριξ ακριβώς στη λήξη του φεστιβάλ – η μουσική τελικά έμελλε να περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της εκδήλωσης που, εκτός των άλλων, καθόρισε και τη μορφή που θα έπαιρναν τα μεγάλα μουσικά – και όχι μόνο – φεστιβάλ ώς τις μέρες μας, ειδικά όσον αφορά την ανθρωπιστική τους διάσταση. Από τη μεγάλη συναυλία για το Μπανγκλαντές το 1971 και το Live Aid για τη δοκιμαζόμενη από τους λιμούς Αφρική, το 1985, ώς τη σύγχρονη εκδοχή του φεστιβάλ του Γκλάστονμπερι (το οποίο, παρά τη σχετική «εμπορευματοποίηση» εξακολουθεί να λειτουργεί και ως φορέας συλλογής οικονομικών πόρων υπέρ της καταπολέμησης περιβαλλοντικών προβλημάτων), το Γούντστοκ παραμένει ο απόλυτος μπούσουλας για αντίστοιχες εκδηλώσεις που επιχειρούν να προσαρμόσουν το εκτόπισμα διάσημων εκπροσώπων του ροκ σ’ ένα ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο.