Ηταν λογικό η ιστορία του ασυμβίβαστου και μυθικά «δύσκολου» αδιάφθορου αστυνομικού Φρανκ Σέρπικο να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Χόλιγουντ, και συγκεκριμένα του παραγωγού Ντίνο ντε Λαουρέντις. Αλλά προτού ακόμη γυριστεί ένα καρέ, τα προβλήματα ξεκίνησαν. Πρώτα απ’ όλα, ο ίδιος ο Σέρπικο ήταν διστακτικός. Επρεπε να εγκρίνει το σενάριο· έπρεπε, επίσης, να εγκρίνει τον πρωταγωνιστή. Ο Αλ Πατσίνο, φρέσκος από την επιτυχία του «Νονού», θα ήταν η λογική πρώτη επιλογή –αλλά, όχι, το αρχικό concept ήταν αρκετά πιο φιλόδοξο εμπορικά. Διότι στην πρώτη του εκδοχή τον Σέρπικο θα ενσάρκωνε ο… Ρόμπερτ Ρέντφορντ, συντροφιά μάλιστα με τον Πολ Νιούμαν που θα έπαιζε τον δικηγόρο και επιστήθιο φίλο του αστυνόμου, τον Ντέιβιντ Ντερκ. Βλέπετε, «Οι δύο ληστές» είχαν μεγάλο σουξέ στα 70s.

Οταν η παραγωγή κατέληξε στον Αλ Πατσίνο, ο ηθοποιός αποφάσισε να τρενάρει λίγο τη διαδικασία των γυρισμάτων για να περάσει όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε με τον αληθινό Σέρπικο και ευτυχώς είχε χρόνο. Επρεπε, βλέπετε, να επιλεγεί και ο σκηνοθέτης. Ο Ντίνο ντε Λαουρέντις διάλεξε αμέσως τον Τζον Τζ. Αβιλντσεν, σκηνοθέτη του πρώτου εξαίσιου «Ρόκι». Επιλογή για την οποία θα μετάνιωνε λίγο αργότερα, καθώς έγινε φανερό από τις πρώτες ημέρες των γυρισμάτων ότι άλλη ταινία ήθελε να κάνει ο ένας, άλλη ο άλλος. Και έπειτα από μία εβδομάδα ο Αβιλντσεν απολύεται. Παύση στην παραγωγή, στοπ στα γυρίσματα, χιλιάδες δολάρια χάνονται μεμιάς. Η λύση φθάνει λίγες ημέρες αργότερα με την άφιξη στο σετ του έμπειρου Σίντνεϊ Λουμέτ.

Για οικονομία, αυτός αποφασίζει να γυρίσει το σενάριο με την αντίστροφη χρονική σειρά, από το τέλος προς την αρχή. Ο Πατσίνο αφήνει μακριά γενειάδα και οι υπεύθυνοι του μακιγιάζ απλώς τον… ξυρίζουν λίγο λίγο, μέρα με τη μέρα, ώσπου στην τελευταία ημέρα δουλειάς (δηλαδή στην πρώτη σκηνή της ταινίας) ο Πατσίνο / Σέρπικο έχει το αθώο και άσπιλο λουκ που απαιτείται. Ο Ντε Λαουρέντις ενθουσιάζεται με την επιλογή και αποφασίζει να αφήσει ελεύθερο τον Λουμέτ να γυρίσει και να μοντάρει την ταινία όπως αυτός νομίζει.

Ωσπου τα γυρίσματα σταματούν ξανά! Ο λόγος αυτή τη φορά είναι ο ίδιος ο Φρανκ Σέρπικο, ο οποίος επιθυμεί να επιτηρήσει την αληθοφάνεια της αναπαράστασης, καθώς και τον ίδιο τον Πατσίνο. Είναι ευγενής και απόμακρος, αλλά ο Πατσίνο έχει πρόβλημα: δεν μπορεί να παίξει παρουσία του αληθινού Σέρπικο, και ζητεί από τον Λουμέτ τη βοήθειά του. Με τα χίλια ζόρια ο Φρανκ Σέρπικο αποχωρεί, «στεναχωρημένος», σύμφωνα με τις τότε μαρτυρίες, από το σετ. Και οι εβδομάδες περνούν.

Εντέλει, ο Σίντνεϊ Λουμέτ βρίσκεται στη Νέα Υόρκη όπου μοντάρει πυρετωδώς το φιλμ και αποφασίζει να μη συμπεριλάβει ούτε μία νότα μουσικής στο σάουντρακ για να κρατήσει ατόφιο τον αιχμηρό ρεαλισμό που κρίνει ότι είναι απαραίτητος εδώ. Αυτή η επιλογή προκαλεί τη μεγαλύτερη έως τότε ρήξη του με τον παραγωγό του, τον Ντίνο ντε Λαουρέντις, ο οποίος τρελαίνεται! Ο τελευταίος, Ιταλός, λάτρης της όπερας και, όπως και να το κάνουμε, «λυρικός» τύπος –όπως και κάθε ομοεθνής του -, δεν μπορεί να συλλάβει πώς είναι δυνατόν μια ταινία να μην κουβαλά μέσα της μια νότα μουσικής. Και δίνει ρητή εντολή στον Λουμέτ να προσθέσει μουσική στην ταινία. Σε αντίθετη περίπτωση, αναλαμβάνει να τη μοντάρει και να την επενδύσει με μουσική ο ίδιος, από το πρώτο έως το τελευταίο καρέ!

Η περιγραφή από τον ίδιο τον Λουμέτ έχει ως εξής: «Το «Σέρπικο» δεν θα έπρεπε να έχει μουσική, αλλά στο τέλος προσέθεσα 14 λεπτά σε στρατηγικά σημεία για να προστατέψω την ταινία και εμένα τον ίδιο. Ευτυχώς, την τελευταία στιγμή διάβασα στις εφημερίδες για την αποφυλάκιση του Μίκη Θεοδωράκη, του σπουδαίου αυτού έλληνα συνθέτη –μόλις είχε βγει από τη φυλακή. Ηξερα ότι εκείνα τα χρόνια οι αριστεροί στην Ελλάδα βρίσκονταν υπό διωγμό από το ακροδεξιό καθεστώς της χούντας. Δεν είχα άλλη επιλογή: αμέσως έτρεξα στο Παρίσι να τον βρω».

Ελα όμως που ο Θεοδωράκης ετοιμάζεται για μια αμερικανική περιοδεία, και μάλιστα πρόκειται να συναντήσει τον μάνατζέρ του στις Ηνωμένες Πολιτείες –ο χρόνος που έχει για να ετοιμάσει κάτι ενδεχομένως αξιοπρεπές είναι ελάχιστος. Στη Νέα Υόρκη εξάλλου, θα δει για πρώτη φορά ένα rough cut του «Σέρπικο» και, μόλις τελειώσει η προβολή, θα αναφωνήσει προς μεγάλη απογοήτευση του σκηνοθέτη: «Η ταινία είναι… υπέροχη, αλλά δεν της χρειάζεται η μουσική –δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτήν!». «Μίκη μου, σε παρακαλώ, σκέψου τη θέση μου! Ο Ντίνο θα ξετρελαθεί αν ένας συνθέτης του δικού σου βεληνεκούς βάλει την υπογραφή του στο σάουντρακ και τότε ίσως μπορέσουμε να τη «γλιτώσουμε» με ένα μίνιμουμ μουσικής περίπου δέκα λεπτών», αποκρίνεται ο Λουμέτ που θέλει να σώσει το φιλμ με κάθε κόστος.

«Αποφάσισα τότε», θα δηλώσει αργότερα, «να το παίξω έξυπνος και υπογράμμισα στον Μίκη ότι θα μπορούσε να κερδίσει ένα παχυλό χρηματικό ποσό για την όποια δουλειά του». Ελα όμως που ο Μίκης ήταν ακόμη πιο έξυπνος από τον Λουμέτ… Διότι, ξαφνικά, βγάζει από την τσέπη του μία κασέτα και ρωτάει τον σκηνοθέτη: «Πριν από κάποια χρόνια έγραψα αυτό το χαριτωμένο τραγουδάκι (σ.σ.: εννοεί το τραγούδι «Δρόμοι παλιοί» με τα υπέροχα λόγια του Μανώλη Αναγνωστάκη). Πιστεύεις ότι θα μπορούσα να ζητήσω –ξέρω ‘γώ… –75.000 δολάρια για αυτό;». Ε, τα ζήτησε και τα πήρε.

Και φυσικά, υπήρχε ένα μικρό πρόβλημα για το τέλος: Ο συνθέτης δεν θα μπορούσε να είναι παρών στις ηχογραφήσεις της μουσικής, οπότε θα έπρεπε να την ενορχηστρώσει κάποιος άλλος. Ενας νέος μουσικός, ο Μπομπ Τζέιμς, επιστήθιος φίλος του Λουμέτ, θα αναλάμβανε να «στρώσει» τις παρτιτούρες, αλλά και να διευθύνει την ορχήστρα.

Ετσι, ο Αλ Πατσίνο ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον σπουδαίο σκηνοθέτη (έπειτα από δύο χρόνια γύρισαν μαζί τη «Σκυλίσια μέρα»), ο πολύς Ντίνο ντε Λαουρέντις είχε τον ξακουστό συνθέτη του και τη μουσική που τόσο ήθελε, ο Λουμέτ τη «γλίτωσε» με μόλις 14 λεπτά υπόκρουσης, ο Μπομπ Τζέιμς έκανε το ντεμπούτο του στο Χόλιγουντ και ο Μίκης ξεκίνησε την περιοδεία του αρκετά πιο εύπορος από ό,τι φανταζόταν. Ολοι ήταν ικανοποιημένοι! Η δε ταινία είχε τόσο σουξέ που λίγα χρόνια αργότερα ακολούθησε και μια… τηλεοπτική σειρά, βασισμένη στις περιπέτειες του Φρανκ Σέρπικο –κάτι που δυσαρέστησε πολύ τον ίδιο. Ευτυχώς, κράτησε μόλις για 14 επεισόδια.

Στη σειρά «Πίσω από τις κάμερες» καταγράφονται αφηγήσεις, παρασκήνια και άγνωστες πτυχές από τα γυρίσματα διάσημων ταινιών που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στη μεγάλη οθόνη