Οι θεατές που ζυγώνουν στο ταμείο του θεάτρου Αθήναιον το 1973 ρωτούν την υποψιασμένη υπάλληλο αν «εδώ ψηφίζουν», και ζητούν «καλές ψήφους». Η παράσταση που παίζεται εκείνες τις ημέρες –ανέβηκε για πρώτη φορά στις 22 Ιουνίου του δραματικού και πυκνού σε πολιτικό φορτίο έτους μέχρι και τον Οκτώβριο που διακόπτεται για έναν μήνα –είναι κάτι παραπάνω από παράσταση.

Είναι μια πολιτική αλληγορία εν μέσω χούντας που διατρέχει με νούμερα και τραγούδια όλο τον νεοελληνικό βίο από την Τουρκοκρατία μέχρι την Κατοχή. Και κάτι βαθύτερο: κωδικοποιεί υπαινιγμούς, συμβολισμούς αλλά και σχεδόν σαφή μηνύματα κατά της δικτατορίας των συνταγματαρχών, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.

Η Αθήνα για περίπου τέσσερις μήνες μιλάει για το «Μεγάλο μας τσίρκο». Η νεολαία και το πιο ανήσυχο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας έχει πάρει το σήμα. Το θέατρο γεμίζει για τέσσερις μήνες κάνοντας εισπράξεις-ρεκόρ (συνολικά σε Αθήνα και επαρχία υπολογίζονται πως το είδαν πάνω από 400 χιλιάδες άνθρωποι). Τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα πάνω στα μυθικά πρόσωπα που συντελούν σε μια παράσταση-μνημείο που διακόπτεται βίαια από την χούντα λίγο πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου και που θα ξανανέβει το καλοκαίρι του 1974 με την τιμητική προσθήκη ενός ακόμη κομματιού («Το προσκύνημα») για την πιο ανιδιοτελή και ηρωική πράξη της μεταπολεμικής Ελλάδας: Το Πολυτεχνείο.

Τα κείμενα είναι του Ιάκωβου Καμπανέλλη, η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου, η θεατρική συνθήκη είναι των Καζάκου (ο ίδιος υπογράφει και τη σκηνοθεσία) και Τζένης Καρέζη –εδώ σημειώστε ότι χρέη βοηθού σκηνοθέτη έχει ο Αρης Δαβαράκης. Τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι διά χειρός Φαίδωνα Πατρικαλάκη. Συμμετοχή του καραγκιοζοπαίχτη Ευγένιου Σπαθάρη και του θεάτρου σκιών του.

Μια σειρά μεγάλων ηθοποιών παρελαύνουν από τη σκηνή μαζί με τις δραματικές – αντιφατικές έως και κωμικές σελίδες της χώρας μας. Ο Χρήστος Καλαβρούζος, ο Νίκος Κούρος, ο Τίμος Περλέγκας και βέβαια ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος είναι μόνο μερικοί ανάμεσα στους πολλούς. Και βέβαια, ο μαυροντυμένος λυράρης από την Κρήτη με τη μεγάλη φωνή που δονεί άμα τη εμφανίσει του και πυροδοτεί τον ενθουσιασμό του κοινού που φτάνει ακόμη και σε ανοιχτά συνθήματα κατά της χούντας. Ο Νίκος Ξυλούρης (ή Ψαρονίκος) είναι το εμβληματικό πρόσωπο του «Μεγάλου μας τσίρκου» και σχεδόν αμέσως η λογοκρισία αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για απροκάλυπτη αντιστασιακή πράξη με αποτέλεσμα να διακόψει την παράσταση αρκετές φορές μέχρι τον Οκτώβρη του 1973 και το τυραννικό καθεστώς να φυλακίσει την Καρέζη για τρεις μήνες.

Η τελευταία εξάλλου είναι εκείνη που εμπνεύστηκε την αρχική ιδέα του έργου μαζί με τον σύζυγό της ηθοποιό Κώστα Καζάκο. Από την άνοιξη του 1972 βάζουν κάτω την ιδέα, αναθέτουν το κείμενο στον Καμπανέλλη, φτιάχνουν το σχήμα των συντελεστών και αρχίζουν την προετοιμασία. Ο ένας φέρνει τον άλλον. Και αν ο Ξαρχάκος είναι από την αρχή δεδομένος, η συνεργασία του με τον Ξυλούρη έχει ήδη ξεκινήσει από το 1972 και τον δίσκο «Διόνυσε καλοκαίρι μας» και έτσι ο μεγάλος κρητικός τραγουδιστής είναι επιλογή όλων.

«Ο θεατής στην παράστασή μας λειτουργούσε σαν πολίτης που νοιαζόταν για τα κοινά», σημείωνε ο Καμπανέλλης στο εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του διπλού δίσκου που κυκλοφόρησε το 1974 με τα τραγούδια της παράστασης. Και επειδή ανέφερα τη λέξη «δίσκος» –και για να δικαιολογηθεί ο τίτλος τούτης της στήλης –να προσθέσω πως στην περίπτωση του άλμπουμ των Ξαρχάκου -Καμπανέλλη (εδώ ερμηνευτής είναι και ο Νίκος Δημητράτος), μιλάμε για την αποτύπωση των τραγουδιών και της πρόζας από την παράσταση. Και ίσως θα μπορούσα να παρομοίαζα τα τραγούδια με κιβωτό μνήμης και απόδειξη πως η τέχνη μπορεί ενίοτε να έχει την πιο ειλικρινή και ουσιαστική λαϊκή απήχηση –στον χώρο και τον χρόνο της.

Την ίδια χρονιά

Στη δισκογραφία έχουμε ορισμένους σημαντικούς δίσκους όπως τη «Θητεία» του Γιάννη Μαρκόπουλου, «Τα τραγούδια του δρόμου» του Μάνου Λοΐζου και την «Οδό Αριστοτέλους» του Γιάννη Σπανού.

Στον 19ο διαγωνισμό της Eurovision που γίνεται στη Μεγάλη Βρετανία, νικήτρια αναδεικνύεται η Σουηδία με το συγκρότημα ABBA και το τραγούδι «Waterloo».

Είναι η χρονιά που και η Ελλάδα συμμετέχει στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό με το τραγούδι «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου» που ερμήνευσε η Μαρινέλλα

ΑΥΡΙΟ:

«Επιτάφιος», 1960