Η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας μιας εφημερίδας – θρύλου σ’ έναν πολυδισεκατομμυριούχο που ασχολείται με τις νέες τεχνολογίες έκανε πολλούς να αναρωτηθούν: μήπως αυτό σημαίνει το τέλος της πτώσης των εφημερίδων; Ενα επιτυχημένο παιδί της νέας οικονομίας έριξε χρήματα (όχι πολλά δεδομένης της τεράστιας περιουσίας του) σε έναν τίτλο με διεθνή απήχηση και κύρος, αλλά αβέβαιο μέλλον καθώς τα οικονομικά στοιχεία της εφημερίδας πέφτουν σταθερά τα τελευταία επτά χρόνια. Το κίνητρο του Μπέζος να αγοράσει μια εφημερίδα θα τύχει πολλών αναλύσεων τις επόμενες αλλά δεν είναι μια επιχειρηματική συμφωνία, σχολίασε χθες ο «Γκάρντιαν». Αποτελεί μια πολιτισμική πρόταση. «Η βιομηχανία του Τύπου μπορεί να μην είναι πια αυτό που ήταν. Αποτελεί όμως πάντα ένα πολιτιστικό αγαθό, η εμφάνιση και η παράδοση του οποίου στον αναγνώστη χρειάζεται να ξανασχεδιαστεί ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις δυνατότητες του καταναλωτή».

Αυτή η κίνηση αποτελεί τη σωστική λέμβο για την παραδοσιακή βιομηχανία των εφημερίδων στην οποία τώρα θα εισαχθούν γενναίες δόσεις της καινοτόμου σκέψης ενός εκ των πρωτοπόρων της τεχνολογίας δημιουργεί την ελπίδα για ένα νέο επιτυχημένο επιχειρηματικό μοντέλο που αναζητούν απεγνωσμένα τα τελευταία χρόνια εφημερίδες σε όλο τον κόσμο.

Οσον αφορά τις ΗΠΑ η μεταφορά πλούτου της δυτικής ακτής, των νέων περιουσιών που δημιουργήθηκαν από τα παιδιά – θαύματα της Σίλικον Βάλεϊ, στους θεσμούς της ανατολικής ακτής που παραδοσιακά έχουν τεράστια επιρροή στην πολιτική εξουσία αλλάζει και άλλες ισορροπίες. Η πολιτιστική διαφορά ανάμεσα στις εταιρείες νέας τεχνολογίας και στις παραδοσιακές ελίτ που στηρίζονται στον λόγο, δηλαδή στην πολιτική και στα ΜΜΕ, είναι τεράστια και μέχρι τώρα δεν έδειχναν σημάδια συμφιλίωσης. Η κίνηση του Μπέζος είναι πιθανόν να γεφυρώσει αυτό το χάσμα.

ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ. Ομως οι ελπίδες αφορούν και πιο πρακτικούς σκοπούς. «Ο Τζεφ Μπέζος μού δείχνει ακριβώς το είδος της εφευρετικής και καινοτόμου επιλογής που χρειάζεται για να υπάρξει εκ νέου η αφοσίωση στη δημοσιογραφία η οποία γράφει ιστορία», δήλωσε ο Καρλ Μπέρνστιν, ο οποίος μαζί με τον Μπομπ Γούντγουορντ αποκάλυψαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70 το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, το οποίο οδήγησε στην παραίτηση του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον και εκτόξευσε στα ύψη τη φήμη και το κύρος της «Ουάσιγκτον Ποστ».

Στο τέλος της εβδομάδας που ξεκίνησε με την πώληση μιας άλλης παραδοσιακής εφημερίδας, της «Μπόστον Γκλόουμπ», έναντι 70 εκατ. δολαρίων από την εταιρεία των «Νιου Γιορκ Τάιμς» στον ιδιοκτήτη της επαγγελματικής ομάδας μπέιζμπολ της Βοστώνης Ρεντ Σοξ, ο χώρος του Τύπου φαίνεται να επιδέχεται μεγάλες αλλαγές. Τον περασμένο μήνας ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του πλανήτη, ο Γουόρεν Μπάφετ – ο οποίος μάλιστα κατέχει και πολλές μετοχές της «Ουάσιγκτον Ποστ» – αγόρασε άλλη μια τοπική εφημερίδα στις ΗΠΑ, για να την προσθέσει στις δεκάδες που έχει ήδη στην κατοχή του. Και ξαφνικά όλα δείχνουν αλλιώς για τη βιομηχανία του Τύπου.