Ενας από τους πιο διάσημους ποπ τραγουδιστές του αραβικού κόσμου γίνεται μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα φανατικός ισλαμιστής. Εκεί που κάποτε τραγουδούσε για χαμένους έρωτες και φιλιά κάτω από τα άστρα, τώρα επιχαίρει για τις δολοφονίες αντιπάλων του και υπερασπίζεται τον ιερό πόλεμο. Ο Λίβανος συνεχίζει να γεννά παράδοξα…

Η επιτυχία του ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα στη Σιδώνα, αυτό το ταλαιπωρημένο λιβανέζικο λιμάνι στις ακτές της Μεσογείου. Ενα φτωχόπαιδο η γλυκιά φωνή του οποίου μαζί με τις ερωτικές μπαλάντες τον εκτόξευσαν σε μια ζωή πλούτου και δόξας μακριά από τη βίαιη γειτονιά όπου μεγάλωσε.

Ο Φαντέλ Σάκερ έγινε σουπερστάρ, κέρδισε τον τίτλο του «βασιλιά του έρωτα» και τα τραγούδια του λατρεύτηκαν από όλο τον αραβικό κόσμο. Αγόρασε μια τεράστια τριώροφη βίλα με πισίνα από όπου μπορούσε να απολαύσει τη θέα όλης της πόλης, πολλά ακριβά αυτοκίνητα, έφτιαξε ένα μεγάλο αγρόκτημα και ένα παραλιακό εστιατόριο όπου εμφανιζόταν για να τραγουδήσει σε πάρτι.

Η ΣΤΡΟΦΗ. Και ξαφνικά πέρυσι, σε μια κίνηση που σάστισε φίλους και θαυμαστές, ο Φαντέλ αποκήρυξε την ποπ μουσική ως κάτι που απαγορεύεται από το Ισλάμ, άφησε μεγάλη γενειάδα και δήλωσε οπαδός ενός πολύ συντηρητικού ιμάμη. Λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας αιματηρής μάχης μεταξύ ενόπλων και του λιβανέζικου Στρατού σε προάστιο της Σιδώνας, κατήγγειλε τους εχθρούς του ως σκυλιά και γουρούνια –τις βαρύτερες βρισιές στον ισλαμικό κόσμο –και περηφανεύτηκε ότι οι άνδρες του σκότωσαν δύο στρατιώτες. Εκτοτε δεν έχει εμφανιστεί δημόσια και πιστεύεται ότι κρύβεται από τις Αρχές στον προσφυγικό καταυλισμό όπου μεγάλωσε.

Η μεταμόρφωση του 44χρονου Σάκερ από γλυκό, μελωδικό τραγουδιστή σε άγριο φανατικό έχει εκπλήξει πολλούς και έχει εξοργίσει άλλους, καθώς προκαλούνται έντονα ερωτήματα πώς ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία πυροδοτεί διαμάχες στην κοινωνία του Λιβάνου.

Παρότι ακόμα και άνθρωποι του στενού περιβάλλοντος του Σάκερ δεν μπορούν να εξηγήσουν την ξαφνική μεταστροφή του, οι περισσότεροι τη θεωρούν σύμπτωμα της επιδείνωσης των σεχταριστικών συγκρούσεων στον Λίβανο. Επί χρόνια, μεγάλο κομμάτι των πολιτών της Σιδώνας (στην πόλη την πλειοψηφία έχουν οι σουνίτες μουσουλμάνοι παραπονιούνται για την αυξανόμενη ισχύ της Χεζμπολάχ, της ένοπλης σιιτικής ομάδας που αυτή τη στιγμή αποτελεί την ισχυρότερη πολιτική δύναμη στον Λίβανο. Ομως ο εμφύλιος πόλεμος στη γειτονική Συρία έφερε τις σχέσεις των δύο θρησκευτικών ομάδων στο χειρότερο σημείο μέχρι σήμερα, με τη Χεζμπολάχ να παρεμβαίνει προκειμένου να υποστηρίξει τον σύρο Πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ και τους σουνίτες να πολεμούν στο πλευρό των ανταρτών που επιδιώκουν την ανατροπή του.

Αυτά τα θέματα προφανώς άγγιξαν τον σουνίτη Σάκερ και επέσπευσαν την αλλαγή του. «Με τη βοήθεια του Θεού θα πάρουμε αυτά που μας αξίζουν με τα χέρια μας, επειδή δεν υπάρχει κράτος, δεν υπάρχουν δικαστές, δεν υπάρχει τίποτα», απείλησε κατά τη διάρκεια ζωντανής τηλεοπτικής συνέντευξης λίγο πριν από την εξαφάνισή του. «Ζούμε στη ζούγκλα» συμπλήρωσε.

Η νεανική ζωή του Σάκερ μοιάζει με σενάριο αραβικής σαπουνόπερας. Γιος Λιβανέζου και Παλαιστίνιας μεγάλωσε σε μια φτωχική γειτονιά δίπλα στον προσφυγικό καταυλισμό Αϊν ελ Χίλβεχ της Σιδώνας. Δεν κατόρθωσε να τελειώσει το γυμνάσιο, οι γείτονές του όμως ανακάλυψαν νωρίς το μουσικό ταλέντο του και τον προσλάμβαναν συχνά για να τραγουδά σε γάμους. Καθώς η φήμη του εξαπλωνόταν άρχισε να δίνει μεγάλες συναυλίες όχι μόνο στον Λίβανο αλλά και στο εξωτερικό, να κυκλοφορεί άλμπουμ και μουσικά βίντεο που τον έκαναν πασίγνωστο σε όλο τον αραβικό κόσμο. Ανάμεσα στις επιτυχίες του περιλαμβάνονταν ερωτικές μπαλάντες με τίτλους όπως «Ω απούσα αγαπημένη», «Ξέχασα να σε ξεχάσω» και «Ελα, αγάπη μου».

Ο πρώην σοφέρ του, Χάνι αλ Σιν λέει ότι ο Σάκερ ήταν πάντα θρησκευόμενος αλλά όχι ακραία. Προσευχόταν, αλλά το εστιατόριό του σέρβιρε αλκοόλ και στον ίδιο άρεσε να παίζει χαρτιά, κάτι που ορισμένοι αυστηροί μουσουλμάνοι θεωρούν αμαρτία. Οι πρώτες αλλαγές έγιναν σταδιακά. Πριν από λίγα χρόνια ενημέρωσε το προσωπικό του εστιατορίου του χωρίς εξήγηση ότι δεν θα πωλείται πλέον αλκοόλ, κίνηση που ορισμένοι φίλοι του απέδωσαν σε οικογενειακές πιέσεις. Η μητέρα του ήταν πολύ συντηρητική και ο μεγαλύτερος αδελφός του Αμπντέλ-Ραχμάν είχε ενταχθεί σε ένοπλη σουνιτική ομάδα.

Το 2010 ο Φαντέλ έκανε το προσκύνημα στη Μέκκα. Οταν επέστρεψε συμφώνησε να κάνει ελάχιστες εμφανίσεις και πέρσι ανακοίνωσε ότι σταματά να τραγουδά ποπ. Αφησε το μούσι του να μεγαλώσει και άρχισε να τραγουδά θρησκευτικές μπαλάντες σε μεγάλες συγκεντρώσεις σουνιτικών ομάδων που υποστήριζαν τους σύρους αντάρτες. Απέκτησε στενές σχέσεις με τον υπερσυντηρητικό ιμάμη της Σιδώνας Αχμάντ αλ Ασίρ που έγινε γνωστός επειδή ζήτησε τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ και μάλιστα ταξίδεψε στη Συρία όπου οι κάμερες τον κατέγραψαν να πυροβολεί με αυτόματο από την ταράτσα ενός κτιρίου. Πλέον στις τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ο Σάκερ τραγουδούσε ύμνους της τζιχάντ.

Αλλοι σουνίτες ηγέτες προσπάθησαν να περιορίσουν έναν τόσο ακραίο ακτιβισμό, φοβούμενοι ότι θα υπάρξουν αντίποινα, κανείς όμως δεν μπόρεσε να τον πείσει. Τον περασμένο μήνα ξέσπασαν συγκρούσεις του Στρατού με ενόπλους στο τέμενος του Αλ Ασίρ. Περισσότεροι από 25 άνθρωποι σκοτώθηκαν μέσα σε δύο ημέρες, ενώ δεκάδες τραυματίστηκαν. Εκτοτε ο ιμάμης και ο Σάκερ έχουν γίνει άφαντοι, στο Διαδίκτυο όμως αναρτήθηκε βίντεο του Σάκερ να κάνει το σήμα της νίκης, λέγοντας: «Στείλαμε σπίτι πτώματα για σας χθες, σκυλιά, γουρούνια». Κάποιος εκτός κάμερας ακούγεται να λέει ότι τραυματίστηκαν 16 στρατιώτες και τότε προσθέτει: «Μακάρι ο Θεός να αυξήσει αυτόν τον αριθμό». Επειτα από αυτές τις δηλώσεις, πολλοί θαυμαστές του τον αποκήρυξαν μαζί με γνωστούς μουσικούς. Στα δισκάδικα, τα CD του συνεχίζουν να πωλούνται, σε πολύ μικρότερους αριθμούς όμως πια.

Ο,ΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ. Από την προηγούμενη ζωή του Σάκερ ελάχιστα έχουν απομείνει. Πούλησε το εστιατόριό του εδώ και μήνες σε κάποιον που άλλαξε την ονομασία και επανέφερε το αλκοόλ στους καταλόγους. Ενοπλοι εισέβαλαν στην βίλα του και τη λεηλάτησαν πριν της βάλουν φωτιά. Ολη η βίλα καταστράφηκε εκτός από ένα πιάνο, το οποίο ως εκ θαύματος ξεχωρίζει ανέπαφο μέσα στα ερείπια, εκεί όπου ο πρώην σοφέρ του στέκεται κουνώντας το κεφάλι. «Ούτε εγώ που ήμουν συνέχεια δίπλα του, δεν ξέρω τι τον άλλαξε τόσο πολύ», λέει σε δημοσιογράφο. «Τι καλό μπορεί να βγει από όλα αυτά;».