Το 2011 διορίστηκε πρεσβευτής του Καναδά στην Ελλάδα. Η φήμη του φιλέλληνα είχε προηγηθεί της άφιξής του – για την ακρίβεια της επιστροφής – στην Αθήνα. Και ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Eκτός από φαν της χώρας μας, είναι και παντρεμένος με Ελληνίδα. Γι’ αυτό τώρα θέλει να συμβάλει να αποκτήσουμε «δυο-τρία success stories».

Για κάποιους θεωρείται «πλασιέ» των επάρατων για το περιβάλλον χρυσωρυχείων της Χαλκιδικής. Ομως η σχέση του με την Ελλάδα είναι πολύ πιο παλιά και ουσιώδης από το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν τον καιρό του Μνημονίου καναδικές εταιρείες για επενδύσεις. Πολύ πριν συνηγορήσει υπέρ της εξόρυξης χρυσού από την Eldorado Gold (ξεκαθαρίζοντας ότι εκπροσωπεί μόνο την κυβέρνηση της χώρας του, που εγγυάται για τη σοβαρότητα της εταιρείας), είχε χτυπήσει τις φλέβες χρυσού της ελληνικής κουλτούρας και δη του εγχώριου πενταγράμμου. Πολύ πριν προσπαθήσει να πείσει μέλη των νησιωτικών κοινωνιών για τα οφέλη των υδροπλάνων, είχε παντρευτεί μια Ελληνίδα. Συν τοις άλλοις προσπαθεί να γίνει Αθηναίος, κυκλοφορώντας στην πόλη.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ. Από το 1995 μέχρι το 1998 είχε υπηρετήσει ως πολιτικός σύμβουλος στην πρεσβεία του Καναδά εδώ. Το 1998 μάλιστα η Ελλάδα του είχε απονείμει την τιμητική διάκριση του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα, αναγνωρίζοντας έτσι τη συμβολή του στην προώθηση των διμερών σχέσεων. Στο μεσοδιάστημα, πριν επιστρέψει στην Αθήνα, υπηρέτησε σε διάφορες διευθυντικές θέσεις του καναδικού υπουργείου Εξωτερικών και Διεθνούς Εμπορίου και ως πρεσβευτής στην Αλγερία. Για δύο χρόνια εργάστηκε και στον ιδιωτικό τομέα, σε μια από τις μεγαλύτερες καναδικές εταιρείες αεροδιαστημικής.

Η επιλογή της καριέρας στο Διπλωματικό Σώμα ήρθε πολύ φυσικά, μιας και από παιδί είχε μάθει να ζει σαν νομάς. Γεννήθηκε στο Μόντρεαλ, αλλά όταν ήταν έξι ετών ο πατέρας του (επηρεασμένος από την κουλτούρα της δεκαετίας του 1960) αποφάσισε πως τα παιδιά του πρέπει να αποκτήσουν παραστάσεις από διαφορετικά μέρη. Ετσι, μετακόμισαν στη Νιγηρία. Στη συνέχεια έζησε σε αρκετές χώρες της Αφρικής μέχρι τα 15 του, οπότε και επέστρεψε στην πατρίδα του. Σπούδασε Ιστορία και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Κονκόρντια του Μόντρεαλ. Το 1982 προσελήφθη στο καναδικό υπουργείο Εξωτερικών. Αρχικά υπηρέτησε στην Οτάβα και έπειτα στην Υπατη Αρμοστεία του Καναδά στο Λάγος της Νιγηρίας και στην πρεσβεία στη Βέρνη της Ελβετίας.

Δηλώνει χωρίς ίχνος διπλωματικού τακτ πως η Ελλάδα είναι η δεύτερη πατρίδα του. Σε αυτό σίγουρα έχει παίξει ρόλο η ελληνίδα σύζυγός του, η οποία είναι επίσης διπλωμάτης. Παραδόξως, βέβαια, δεν γνωρίστηκαν στην Ελλάδα αλλά στην Ιταλία. Και ξανασυναντήθηκαν στην πρωτεύουσα του Καναδά. Ο Πεκ γνωρίζει από διηγήσεις χωρίς καμιά διαμεσολάβηση τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο μέσος Ελληνας. Η γυναίκα του προέρχεται από μεσοαστική οικογένεια. Στο τραπέζι λοιπόν πάντοτε συζητούν για τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην καθημερινή ζωή των συγγενών της. Ο ίδιος όμως πιστεύει ότι η κρίση είναι ευκαιρία. Γιατί η Ελλάδα παρά τις δυσκολίες είναι μια χώρα που τα έχει όλα, φυσικούς πόρους, εξαιρετικά μορφωμένους ανθρώπους και τεράστιο ανεκμετάλλευτο κεφάλαιο.

ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ. Δεν είναι τυχαίο, λέει, ότι οι Ελληνες διαπρέπουν στο εξωτερικό σε όλους τους τομείς. Αυτό που τον εκνευρίζει είναι να βλέπει χαμένες ευκαιρίες. Και η αλήθεια είναι πως μια βόλτα στην ελληνική επαρχία μπορεί να αποκαλύψει δεκάδες χαμένες ευκαιρίες. Τους τελευταίους μήνες ταξιδεύει εντός συνόρων. Εχει βρεθεί στην Αλεξανδρούπολη, όπου η Eldorado Gold αναζήτησε χρυσό. Στα Ιωάννινα, όπου εταιρεία καναδικών συμφερόντων θα αναλάβει τις έρευνες για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων στον νομό. Στη Σύρο, όπου καναδική εταιρεία σε συνεργασία με ελληνική ενδιαφέρεται να κατασκευάσει υδατοδρόμιο. Αντιμετωπίζει τις καναδικές επενδύσεις ως ένδειξη αλληλεγγύης προς την Ελλάδα. Ωστόσο, δεν τυγχάνει πάντα θερμής υποδοχής. Στην Αλεξανδρούπολη ο δήμαρχος κατά τη συνάντησή τους, με παρούσες φυσικά τις τηλεοπτικές κάμερες, αφού επετέθη κατά του κράτους της Αθήνας, του ζήτησε «να τους αφήσουν ήσυχους να προκόψουν» και δήλωσε: «Θα βγάλουμε τον χρυσό μας εμείς για μας».

Το πρότζεκτ πάντως που τον εμπνέει πιο πολύ (θα παρουσιαστεί επισήμως τον Σεπτέμβριο) αφορά τη συνεργασία ελληνικών και καναδικών πανεπιστημίων, στο πλαίσιο του οποίου, εκτός από την ανταλλαγή φοιτητών, θα προσφέρεται και η δυνατότητα σε έλληνες φοιτητές αλλά και σε νεαρούς επαγγελματίες να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία στον Καναδά. Υποστηρίζει πως αυτό που τον πονάει περισσότερο στην Ελλάδα της κρίσης είναι ότι οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν ελπίδα. Επιπλέον, ελπίζει ότι οι Καναδοί που θα έρθουν εδώ θα καταλάβουν ότι τα στερεότυπα που αναπαράγονται στα διεθνή μίντια για τους Ελληνες και οι «πολεμικές» εικόνες από την Πλατεία Συντάγματος είναι η μία πλευρά της ιστορίας.

Ως διπλωμάτης δηλώνει θιασώτης της λεγόμενης πολιτιστικής διπλωματίας και πάντα ψάχνει τρόπους γνωστοί καλλιτέχνες από την πατρίδα του να επισκεφθούν την Ελλάδα και το αντίστροφο. Ο ίδιος ανακάλυψε την ελληνική μουσική ψάχνοντας τη δισκοθήκη του πεθερού του. Από την πρώτη στιγμή του έκανε κλικ η Μαίρη Λίντα. Η παρτενέρ του Μανώλη Χιώτη εκπέμπει, λέει, όλη τη γλύκα και τη ζεστασιά της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που είχε αυτοπεποίθηση και ξαναέχτισε τη χώρα. Αναπολώντας μάλιστα την πρώτη του περίοδο στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1990, αυτοχαρακτηρίζεται ως «κάτι σαν Μαίρη Λίντα junky», ελληνιστί εθισμένος στη Μαίρη Λίντα. Εύλογο λοιπόν να βοηθήσει στην οργάνωση της επερχόμενης περιοδείας της στον Καναδά, τον Σεπτέμβριο. Πάντως, παρότι στο σαλόνι του σπιτιού του υπάρχει ένα μπουζούκι, ενθύμιο από έναν πρόωρα χαμένο συνεργάτη του στην Αλγερία, δεν έχει μάθει να παίζει το όργανο που συντροφεύει τη φωνή της αγαπημένης του ελληνίδας τραγουδίστριας.

ΒΟΛΤΕΣ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ. Λατρεύει την Αθήνα τον Αύγουστο και επιλέγει πάντοτε να μένει στην πόλη τον μήνα που όλοι την εγκαταλείπουν. Τα βράδια κάνει βόλτες με τη σύζυγό του και ανακαλύπτει καινούργιες εικόνες της. Η Αθήνα είναι για αυτόν μια πόλη με γειτονιές, όπου σε κάθε γωνία που στρίβεις μπορείς να βρεις κάτι που θα σε εκπλήξει ευχάριστα. Φέρνει για παράδειγμα τη βόλτα που έκανε την προηγούμενη εβδομάδα στα Εξάρχεια και το μπαρ που ανακάλυψε.

Η ελληνική πρωτεύουσα παρά τα μειονεκτήματά της, που και οι κάτοικοί της αναγνωρίζουν, ασκεί γοητεία στον Πεκ. «Σε πόσες πόλεις του πλανήτη, άλλωστε, μπορείς να φυτέψεις ζαρζαβατικά στην ταράτσα σου (σ.σ.: όπως έχει κάνει η σύζυγός του στην ταράτσα της πρεσβευτικής κατοικίας) και να τρως ντοματίνια και λάχανα όποτε θες;», διερωτάται. Και δίνει την απάντηση μόνος του: «Σε πολύ λίγες. Πόσες έχουν τέτοιο ουρανό όλο τον χρόνο;».