Ο Εκτορας, εγκατεστημένος από δεκαετίες στη Γερμανία, γιος ήρωα της Αριστεράς, έρχεται στην Αθήνα για να εκπληρώσει ένα χρέος: την έκδοση των χειρογράφων που άφησε πίσω του ο πατέρας του, ένα είδος απολογισμού της ζωής και της δράσης του. Στο ραντεβού του με έναν παράξενα αφηρημένο εκδότη τού παραδίδει τα χειρόγραφα, αλλά μετά τη συνάντηση θυμάται ότι ξέχασε να του αφήσει το νούμερο του τηλεφώνου του. Επιστρέφει αμέσως στη θλιβερή πολυκατοικία που στεγάζει τον εκδοτικό οίκο και βρίσκει τον εκδότη ανεβασμένο στην ταράτσα. Αυτός αναφέρει το όνομα μιας γυναίκας που έφυγε, παρακαλεί τον Εκτορα να κρατήσει «μια στιγμή» το πουκάμισο και τη φανέλα του, δρασκελίζει το στηθαίο και ρίχνεται στο κενό.

Με αυτόν τον σχεδόν σουρεαλιστικά ερεθιστικό τρόπο αρχίζει το καινούργιο μυθιστόρημα της 65χρονης Κοζανίτισσας Βασιλικής Ηλιοπούλου. Και η συνέχειά του παραμένει ερεθιστική ώς την τελευταία σελίδα. Η Ηλιοπούλου, αν και ξεκίνησε να δημοσιεύει όψιμα, προσέχτηκε ιδιαίτερα από την κριτική για τα τρία προηγούμενα βιβλία της (η δική μου εξαίρεση οφείλεται, το ομολογώ, σε ολιγωρία). Με αυτό εδώ, το τέταρτο, πιστοποιεί ότι είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της τρέχουσας ελληνικής πεζογραφίας.

Ο 66χρονος Εκτορας πάσχει από μια μορφή δυσλειτουργίας της μνήμης. Ο γιατρός του, ο δρ Ροτ, του έχει συστήσει για άσκηση να καταγράφει σε ένα τετράδιο ό,τι αναδύεται στη μνήμη του από το παρελθόν του. Με τον ερχομό του Εκτορα στην Ελλάδα –την Ελλάδα της πτώχευσης –η δυσλειτουργία μετατρέπεται μάλλον σε υπερλειτουργία. Αν και με τη «βραχεία» μνήμη του εξακολουθεί να έχει πρόβλημα (π.χ. ξεχνάει να πάρει το πλοίο για την Αμοργό, όπου είναι καλεσμένος στον γάμο της κόρης ενός παλιού φίλου του, παρότι έχει κόψει ήδη εισιτήριο), η «μακρά» μνήμη του ενεργοποιείται συνειρμικά από τις πιο φευγαλέες εικόνες που βλέπει γύρω του και τον βομβαρδίζει συνεχώς με σπαράγματα από αλλοτινές περιόδους της ζωής του, τα οποία αυτός δεν αφηγείται γραπτά, όπως του είχε υποδείξει ο δρ Ροτ, αλλά νοερά.

Ο Εκτορας είχε τεταμένη σχέση με τον πατέρα του. Εκείνος, πρόσφυγας στη Ρουμανία μετά τον Εμφύλιο και δογματικός επαναστάτης ώς το τέλος της ζωής του, τον λοιδορούσε στην αλληλογραφία τους ως εκφυλισμένο κοσμοπολίτη (αυτές οι δύο λέξεις είναι άλλωστε συνώνυμα στο λεξιλόγιο ενός «ορθόδοξου» κομμουνιστή). Ωστόσο ο Εκτορας αισθάνεται πως είναι υποχρέωσή του να ανακτήσει το ντοσιέ με τα πατρικά χειρόγραφα, που έχει κάνει φτερά από το γραφείο του εκδότη μετά την αυτοκτονία του. Η αναζήτηση, σκελετός της ιστορίας που ξετυλίγει η Ηλιοπούλου, οδηγεί σε συναντήσεις με διάφορα κλειστά πρόσωπα του κύκλου του αυτόχειρα, ενώ λίγο πολύ απροσχεδίαστα ο Εκτορας θα γνωρίσει και την κόρη του, μια ατίθαση νέα κοπέλα, σωστό αγοροκόριτσο, με την οποία θα προκύψει μια ιδιαίτερη, αν και εφήμερη σχέση του. Παράλληλα, κατά τις διαδρομές του μέσα από μια Αθήνα που συνταράζεται από διαδηλώσεις, απεργίες, καταλήψεις, εμπρησμούς, ληστείες στη μέση του δρόμου, η απρόβλεπτη λειτουργία της μνήμης του συναρμολογεί, κομμάτι το κομμάτι, το παζλ της ζωής του.

Οπως συμβαίνει με κάθε σύνθετο μυθιστόρημα, οποιασδήποτε μορφής περιγραφή δεν είναι παρά ένα πλαίσιο στήριξης για τη συζήτησή του. Το πραγματικό ενδιαφέρον του, η γοητεία του, η ίδια η ουσία του διαφεύγουν από τέτοιες περιληπτικές εκθέσεις. Φωλιάζουν στις λεπτομέρειές του. Για παράδειγμα, η αίσθηση μιας Αθήνας, μιας Ελλάδας σε αναταραχή και σύγχυση αποδίδεται από την Ηλιοπούλου όχι τόσο με τις κλισαρισμένες πια εικόνες από βίαιες διαμαρτυρίες όσο με μικρές σκηνές καθημερινής παράνοιας (κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, η στιχομυθία του Εκτορα στον Πειραιά με έναν άγνωστο, ο οποίος περνάει απνευστί από μια κατηγορηματική δήλωση για μεταμφιεσμένους ξένους πράκτορες σε παζάρια με τον Εκτορα για να του πουλήσει μια σακούλα κεφαλόπουλα). Ο παλαιικός εκδότης σε εκείνη την άραχλη πολυκατοικία, με την κορνιζαρισμένη ιστορική φωτογραφία πίσω από το γραφείο του να υποδηλώνει, μόνη αυτή, τον σκοτωμένο ιδεολόγο μέσα του, ή η Λιλή, η μεγαλόψυχη λαϊκή πόρνη των νεανικών χρόνων του Εκτορα, η οποία καταλήγει στο Δρομοκαΐτειο, είναι μορφές μιας Ελλάδας που χάνεται. Στον αντίποδα, οι επίδοξοι κληρονόμοι του αυτόχειρα, σκοτεινοί, μυστικοπαθείς, ψυχροί, ατσαλάκωτοι, με μια υποψία άνομων συναλλαγών να τους περιβάλλει (μόνη εξαίρεση η κόρη του), σχηματίζουν ένα δίσεκτα σύγχρονο ταμπλό βιβάν. Σε όλες αυτές τις εντυπωτικές εικόνες και σκηνές είναι φανερή και γόνιμη η επίδραση που άσκησε στην Ηλιοπούλου η προγενέστερη ενασχόλησή της με τον κινηματογράφο.

Μέσα σε αυτό το χαώδες τοπίο, τόσο το σταδιακά ανασυνθεμένο παρελθόν του Εκτορα όσο και η τωρινή συμπεριφορά του αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόβλημά του. Είναι ένας άνθρωπος βασανιστικά μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους (την Ελλάδα της νιότης του και την κοσμοπολιτική Γερμανία της ωριμότητάς του), δύο γενιές (τη φορτωμένη από Ιστορία γενιά του πατέρα και της μητέρας του και την ιστορικά άγραφη γενιά του χλιαρού, απολιτικού γιου του), δύο στάσεις ζωής (την ηρωική του πατέρα του, ταγμένη στο «εμείς» και την επανάσταση, και την ατομική εξέγερση της κόρης του εκδότη, που διεκδικεί την ελευθερία χωρίς ιδεολογικούς προσδιορισμούς). Με έμμεσο, λογοτεχνικά πολύ πειστικό τρόπο η Ηλιοπούλου υποβάλλει την ιδέα ότι ο Εκτορας είναι μεταφορά για την ίδια τη σύγχρονη Ελλάδα. Και η ωραία ακροτελεύτια πρόταση του βιβλίου επιβεβαιώνει αυτό που έχουμε ήδη αντιληφθεί: η έκβαση αυτής της αγωνίας είναι άδηλη. Γιατί η θεωρία του δρος Ροτ έπασχε σε ένα κρίσιμο σημείο. Εκείνος πίστευε ότι η μνήμη ξεφορτώνεται ό,τι είναι άχρηστο για το παρόν. Αλλά το παρόν μιας ύπαρξης είναι η ιστορία της, και αυτό που στα μάτια του τεχνοκράτη φαίνεται άχρηστο μπορεί να είναι ουσιώδες για την ολοκλήρωσή της. Η «ελαττωματική» μνήμη του Εκτορα τού επιστρέφει στην πραγματικότητα τις χαμένες ψηφίδες τού είναι του και απαλείφει ό,τι τον απομακρύνει από αυτό. Να γιατί ο Εκτορας ξεχνάει να πάρει το πλοίο για την Αμοργό και τον κοσμικό γάμο που οργανώνει εκεί ο αλλοτριωμένος παλιός φίλος και συναγωνιστής του.

Θα μπορούσα να επισημάνω ως μόνη σοβαρή, τεχνικά, αδυναμία του μυθιστορήματος τις νοερές εγγραφές του Εκτορα στο «τετράδιο ασκήσεων» που του σύστησε ο γιατρός του. Εχουν κάτι το προκατασκευασμένο και εκβιασμένο. Νομίζω πως δεν χρειαζόταν αυτή η σύμβαση για να συμπληρωθούν τα κενά της βιογραφίας του, που κατά τα άλλα καλύπτονται με φυσικότερο τρόπο από την εσωτερικά εστιασμένη αφήγηση. Αλλά θα ήταν στενόκαρδο να επιμείνω σε μια τέτοια ένσταση. «Η άσκηση του Ροτ» είναι ένα από τα ωραιότερα και διεισδυτικότερα ελληνικά μυθιστορήματα που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια.