Τον Νοέμβριο του 2010, έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Τουέιν, όταν οι Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας παρέδωσαν επιτέλους στο κοινό τον ογκωδέστατο (736 σελίδων) πρώτο τόμο της αλογόκριτης αυτοβιογραφίας του αμερικανού συγγραφέα, το νέο βιβλίο μπήκε σε όλες τις λίστες με τους εμπορικότερους τίτλους των ΗΠΑ. Ετσι, ο Μαρκ Τουέιν (1835-1910) –από τον αγύριστο, όπως κάλλιστα θα έλεγε ο ίδιος σε αφήγημά του –πέτυχε ένα τρομακτικό ατομικό ρεκόρ: ο σεσημασμένος μπεστσελεράς του 19ου και του 20ού αιώνα κατάφερε να τρυπώσει με καινούργιο βιβλίο και στα ευπώλητα του 21ου αιώνα!

Τότε, ανάμεσα σε καθηγητές, σε δημοσιογράφους, σε απλούς κουτσομπόληδες, ακούστηκε ξανά το ερώτημα «τι διατηρεί ζωντανό το πνεύμα του τυχοδιώκτη από το Μισούρι;» και δόθηκαν ξανά οι γνωστές κυνικές απαντήσεις.

Οπως ειπώθηκε και πάλι, τα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνονται στη διδακτέα ύλη πάμπολλων αμερικανικών γυμνασίων, μελετώνται στα αμερικανικά πανεπιστήμια, από καιρό εκλαμβάνονται ως ψυχωφελή κείμενα για ανηλίκους.

Επιπλέον –τονίστηκε από τους ειδήμονες –στους υποστηρικτές του πονηρού μουστάκια μπορεί κάποιος να βρει τον Γουίλιαμ Φόκνερ (που αποκάλεσε τον Τουέιν «πατέρα της αμερικανικής λογοτεχνίας») και τον Ερνεστ Χέμινγουεϊ (που δήλωσε ότι «ολόκληρη η μοντέρνα αμερικανική λογοτεχνία πηγάζει από ένα βιβλίο με τίτλο «Χάκλμπερι Φιν»»).

Bεβαίως, ακόμη και αν ένας ολότελα ακατάρτιστος αναγνώστης μπει στον κόπο να διαβάσει μια περιεκτική συλλογή όπως το πρόσφατο «Ανθολόγιον» των εκδόσεων Νάρκισσος, θα αντιληφθεί ότι ο Μαρκ Τουέιν κρατάει γερά επειδή η παραγωγή του έχει απλές και πολύ συγκεκριμένες αρετές.

Το χιούμορτου πικραμένου

Προπάντων, ο πιο απείθαρχος γιος του αμερικανικού Νότου είχε μεγάλη έφεση στην αμεσότητα και τεράστιο ταλέντο στην κωμωδία. Είχε αυτιά που έπιαναν όλες τις αποχρώσεις της προφορικότητας και που ρουφούσαν τα πιο αστεία σχήματα λόγου της καθημερινότητας. Ηξερε ότι ορισμένοι άνθρωποι αναλαμβάνουν τη διά βίου αποστολή να πέφτουν σε γκάφες. Εβλεπε τα στερεότυπα, τις κατηχήσεις, τις κοινοτοπίες, τις απεραντολογίες, τις προκαταλήψεις ως πρώτες ύλες για την παραγωγή ξεκαρδιστικών εξωφρενισμών. Καταλάβαινε ότι συχνά τα άτομα αποφεύγουν επίτηδες τη συνεννόηση, ώστε να ρίχνουν αλατοπίπερο στην ανοστιά της ρουτίνας.

Από την άλλη, το χιούμορ του Μαρκ Τουέιν σε χτυπάει κατακέφαλα επειδή είναι συχνά βάρβαρο και πάντα πικρόχολο. Στα κείμενά του παιδιά τρώνε τούβλα στα αυτιά, νέοι γαζώνονται από αδέσποτες σφαίρες επειδή μπλέκουν σε διασταυρούμενα πυρά ημίτρελων κουμπουροφόρων, μεσήλικοι ρεζιλεύονται σε χώρους γεμάτους κόσμο, για ψύλλου πήδημα ηλικιωμένοι στολίζονται από τον όχλο με πίσσα και πούπουλα.

Στο δε λογοτεχνικό στερέωμα του δήθεν πρωτογενούς και τάχα εύπιστου αμερικανού γραφιά επικρατεί η αρχή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»: οι εφημερίδες διαπομπεύουν τους πολίτες που δεν έχουν γνωριμίες στα υψηλά κλιμάκια, η πολιτική είναι ταυτισμένη με τη διατήρηση προνομίων και τον νεποτισμό, η δικαιοσύνη θυμίζει φαρσοκωμωδία, η θρησκεία οδηγεί στη βαναυσότητα και στην αποβλάκωση. Γενικότερα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι για τον Τουέιν οι άνθρωποι πρέπει να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν μέσα σε αρένες όπου η δολιότητα και η κουτοπονηριά εκτιμώνται ιδιαιτέρως.

Από ‘κεί και πέρα, τα γραπτά του οφείλουν πολλά στην ιδιότυπη σχέση που ο ίδιος είχε με τον δογματισμό. Για παράδειγμα, στα 36 του (1871) ένιωθε έντονη ταύτιση με τους Γιρονδίνους της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά στα 60 του αισθανόταν Αβράκωτος πρώτης γραμμής. Επιπλέον, έως τα 65 του (1900) νόμιζε ότι όφειλε να υποστηρίζει με ζέση τις πρώτες ιμπεριαλιστικές κινήσεις των ΗΠΑ, αλλά στη συνέχεια αποφάσισε ότι αυτές οι επεκτατικές τάσεις έπρεπε να στηλιτεύονται ασταμάτητα, παθιασμένα, μαχητικά.

Με τέτοια προσωπική διαδρομή ο Τουέιν δεν δυσκολευόταν λοιπόν να νοστιμίζει τα κείμενά του με πειστικότατους πεισματάρηδες, ξεροκέφαλους, θερμοκέφαλους, αδιάλλακτους, φανατικούς.