Εχει ειπωθεί ότι μετά την κυκλοφορία του δίσκου «Η εκδίκηση της Γυφτιάς» τίποτε δεν θα ήταν ίδιο στον χώρο του νεολαϊκού τραγουδιού, αφού η ανανέωση που επέφερε δεν είχε προηγούμενο. Οι έξυπνες και εμπνευσμένες μελωδίες του Νίκου Ξυδάκη, καθώς και το πάντρεμα λόγιου και λαϊκού στοιχείου που κατόρθωσε ο στίχος του Μανώλη Ρασούλη επέδρασαν στα μεταγενέστερα εγχειρήματα στη δισκογραφία αποτελώντας τη ζωοδότρα δύναμη στο τότε ελληνικό τραγούδι. Βέβαια, όπως κάθε δίσκος, αποτέλεσμα μιας παρέας (σημειώστε τα ονόματα Διονύσης Σαββόπουλος, Γιώργος Κοντογιάννης και Τάσος Φαληρέας), είχε και αυτός τη δική του ιστορία. Τα πράγματα ξεκινούν το 1977: η φωνή της πρόζας στην έξοχη «Παράβαση» (σε υπέροχη ερμηνεία του Νίκου Παπάζογλου) από τους «Αχαρνής» του Σαββόπουλου είναι του Ρασούλη, και κάπου εκεί γνωρίζει τον τότε δημοσιογράφο του «ΒΗΜΑΤΟΣ» και μετέπειτα πολύ στενό φίλο του, τον Γιώργο Κοντογιάννη, αλλά και μέσω του Ηλία Λιούγκου τον Νίκο Ξυδάκη. Τότε είναι που οι Ξυδάκης – Ρασούλης σκαρώνουν κάποια τραγούδια, τα οποία όμως θα αλλάξουν αμέσως μετά αποτελώντας τον κορμό του δίσκου που περιγράφουμε.
«Γνωριστήκαμε στις πρόβες για τους “Αχαρνής” στο υπόγειο του Ρήγα στην Πλάκα. Μας γνώρισε ο Σαββόπουλος –ήθελε ο Ρασούλης να εκδώσει ένα περιοδικό –και γίναμε φίλοι. Ακούγαμε το “Υπάρχω” του Καζαντζίδη μέσα στο αυτοκίνητο όλη την ημέρα και εκείνος λάτρευε τον Πυθαγόρα. Αυτός μου τον έμαθε», θυμάται ο Γ. Κοντογιάννης.
Ο Σαββόπουλος, μάλιστα, είναι αυτός που μεσολαβεί για να γίνει ο δίσκος «Η εκδίκηση της Γυφτιάς» η πρώτη δουλειά που ηχογραφήθηκε στο Αγροτικόν του Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη («ακόμη τα καλώδια έβαζε τότε ο Νίκος»). Αρχικά μπουζούκι παίζει ο Νίκος Παπάς (ή Κακούργος) από το Δίστομο. Στη συνέχεια, βέβαια, δεν του πολυάρεσε το κλίμα και φεύγει.
«Πηγαίνουμε στα σκυλάδικα, λοιπόν, με τον Ρασούλη και ψάχνουμε μπουζουξή. Στον Λαγκαδά βρίσκουμε τον Δημήτρη Γεωργιούπολη που έπαιξε στα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου. Μέχρι να ηχογραφηθεί η “Γυφτιά” με τους Νίκο Παπάζογλου, Διονύση Σαββόπουλο (ερμηνεύει το “Βρέχει στην Εθνική Οδό”), Μανώλη Ρασούλη, Δημήτρη Κοντογιάννη και Σοφία Διαμαντή, οι Ρασούλης – Ξυδάκης είχαν ήδη γράψει όλα τα κομμάτια από τον επόμενο δίσκο τους που ακούει στο όνομα “Τα δήθεν”», προσθέτει ο Γ. Κοντογιάννης.
Πάντως, ο δίσκος –σε μια εποχή έντονης πολιτικοποίησης, πέντε χρόνια μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου –δεν πουλάει και πολύ αρχικά. Το ευρύ κοινό δεν πιάνει αμέσως το μήνυμα της απενοχοποίησης και του νοήματος στίχων όπως «Ντελαπάρισε η καρδιά μου μες στο διάβα σου» από το τραγούδι «Το τροχαίο».
Ο ισχυρός και αυστηρός Αλέκος Πατσιφάς της Lyra έγινε σχεδόν έξαλλος και δεν συζητάει το ενδεχόμενο για δεύτερο δίσκο μετά τη χαμηλή απήχηση της «Γυφτιάς». Ετσι, τα κομμάτια για τα «Δήθεν» γράφονται από τρεις ορχήστρες και με πηγαινέλα σε στούντιο (ηχολήπτης για μερικά από αυτά είναι και ο Αντώνης Καφετζόπουλος). Τότε όμως συνέβη κάτι μαγικό: η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» (με εξώφυλλο του Αλέξη Κυριτσόπουλου) κάνει το μεγάλο μπαμ, πουλάει τρελά!
Από στόμα σε στόμα η νεολαία αγοράζει τον δίσκο και γίνεται χαμός! Στην άκρως πολιτικοποιημένη εποχή ο αιρετικός δίσκος υπήρξε μια διακριτική απάντηση σε αυτό το κλίμα. Η εξωστρέφεια του νεολαϊκού –θα μπορούσαμε να πούμε, και η επιτυχία του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού –οφείλεται στον 33χρονο τότε Ρασούλη.
«Πού χάθηκαν τα παιδιά;» ρωτάει ο Πατσιφάς τον Γ. Κοντογιάννη λίγο μετά, όταν ο δίσκος (σημειωτέον, το σουξέ «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» είναι το μοναδικό στο οποίο υπογράφει τους στίχους κάποιος άλλος εκτός του Ρασούλη, ο Τάκης Σιμώτας) είχε ήδη αποτελέσει τον ύμνο της ανανέωσης του λαϊκού τραγουδιού. Ενας δίσκος-ορόσημο για το ελληνικό τραγούδι.