Είναι ένα κτίριο με δυναμική και βίο παράλληλο με τη νεότερη Ιστορία του Ελληνισμού. Γνώρισε ένδοξες στιγμές στις αρχές του 20ού αιώνα αλλά και έντονη εγκατάλειψη τις δεκαετίες ‘60 και ‘70. Από το 2001 στην έπαυλη Καζούλλη στεγάζεται το ΕΚΠΑΑ, ενώ στα άμεσα σχέδια του υπουργείου Περιβάλλοντος είναι η πώλησή της.

Χτισμένη στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα, η πορεία της μπλέχτηκε στις σελίδες της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Με σήμα κατατεθέν τα δύο λιοντάρια του γλύπτη Δημήτρη Φιλιππότη που κοσμούν την κεντρική της είσοδο, η βίλα Καζούλλη στην Κηφισιά φιλοξένησε στα δωμάτιά της διανοουμένους, πολιτικούς, βασιλείς και πρόσφυγες, ακόμα και επιτελεία κινηματογραφικών παραγωγών. Μάλιστα, τα χρόνια της μεγάλης εγκατάλειψής της, από το 1965 έως το 1985, αλλά και κατά την έναρξη των έργων συντήρησής της –το 1996 –συχνά έγινε καταφύγιο για χρήστες ουσιών και αντικείμενο κλοπών και βανδαλισμών.

Η ιδέα της δημιουργίας της έπαυλης ανήκει στον ιδιοκτήτη της και μεγαλέμπορο Νικόλαο Καζούλλη, ο οποίος, όταν επέστρεψε από την Αλεξάνδρεια στα τέλη του 19ου αιώνα, θέλησε να φτιάξει τη δική του εξοχική κατοικία στην Κηφισιά. Ζήτησε λοιπόν από έναν αρχιτέκτονα –η ταυτότητα του οποίου παραμένει άγνωστη έως σήμερα –να οικοδομήσει στο οικόπεδο των 7.850 τ.μ. που βρίσκεται στον αριθμό 1 της Λεωφόρου Κηφισίας μια έπαυλη που σήμερα καταλαμβάνει 2.500 τ.μ. Οπως εξηγεί ο αρχιτέκτονας Νίκος Βρατσάνος, δεν πρόκειται για ένα καθαρά νεοκλασικό κτίριο αλλά για αναγεννησιακό, δομημένο σύμφωνα με τις αρχές του νεοκλασικισμού. «Ο αρχιτέκτονας επέλεξε αναγεννησιακό στυλ και το εφάρμοσε, εμφανώς επηρεασμένος και από την αρχιτεκτονική του Φιλίπο Μπρουνελέσκι στη Φλωρεντία», αναφέρει. Μάλιστα, συχνό φαινόμενο εκείνης της εποχής ήταν η δημιουργία επαύλεων στην ευρύτερη περιοχή της Κηφισιάς από έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες που επέστρεφαν από την Αίγυπτο ή την Ινδία.

Σημείο αναφοράς. «Η βίλα Καζούλλη αποτελεί σημείο αναφοράς για την πόλη μας. Εχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε όλες τις ιστορικές στιγμές του 20ού αιώνα», λέει ο δήμαρχος Κηφισιάς Νίκος Χιωτάκης και επισημαίνει ότι η ανακήρυξή της ως διατηρητέου κτιρίου και η αναπαλαίωσή της λίγα χρόνια αργότερα ήταν σωτήριες όχι μόνο για την έπαυλη αλλά και για την ιστορία της Κηφισιάς. Μάλιστα, όπως εξηγεί, η τοπική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια προσπαθεί να συμβάλει στη διατήρηση του περιβάλλοντος χώρου με δικές της δυνάμεις και εκτιμά ότι η βίλα πρέπει να περιέλθει στον δήμο –ακόμα και με ανταλλάγματα –προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πολιτιστικό κέντρο. «Η ελληνική οικονομία δεν σώζεται με το ξεπούλημα της βίλας Καζούλλη. Είναι ανεπίτρεπτο το υπουργείο να αποφασίζει την πώλησή της χωρίς να έχει ρωτήσει την τοπική κοινωνία της Κηφισιάς αν ενδιαφέρεται», λέει ο κ. Χιωτάκης.

Το 1915 η Ιωάννα Καζούλλη, κόρη του Νικολάου, καλεί τον διακοσμητή και αρχαιολάτρη Παναγιώτη Αριστόφρονα ώστε να επιμεληθεί τη διακόσμηση της βίλας, ενώ τα καλοκαίρια φιλοξενούνται σε αυτήν άνθρωποι των γραμμάτων, πολιτικοί και βασιλιάδες, όπως ο Φαρούκ και ο Γεώργιος Α’. Επτά χρόνια αργότερα η βίλα φιλοξενεί μεγάλο αριθμό προσφύγων από τη Μικρά Ασία, ενώ από το 1940 έως το 1944 γίνεται γερμανικό φρουραρχείο. Το διάστημα 1949-1952 περιέρχεται στο Δημόσιο και σε τμήμα του οικοπέδου της χτίζεται το ΚΑΤ, ενώ από το 1953 και για τα επόμενα δύο χρόνια διαμορφώνεται σε κέντρο περίθαλψης σεισμοπαθών του Ιονίου.

Εγκατάλειψη. Η έπαυλη δεν έμεινε ανεπηρέαστη ούτε από τον μεσαίωνα της ελληνικής αρχιτεκτονικής –νεοκλασικά κτίρια γκρεμίζονται και δίνονται για αντιπαροχή. Επηρεάζεται έμμεσα αφού από το 1955 και για τα επόμενα εννέα χρόνια εγκαταλείπεται πλήρως. Το 1964 οι κληρονόμοι της Ιωάννας Καζούλλη προχωρούν στη δημοπρασία της βίλας, η οποία αγοράζεται από το ΙΚΑ και στα τέλη της δεκαετίας του ’60 αλλά και του ’70 στους χώρους της πραγματοποιούνται γυρίσματα ταινιών –πολλές από τις οποίες δεν βρέθηκαν ποτέ στην πρώτη γραμμή του ελληνικού κινηματογράφου. Από τα σκηνικά που εγκαθίστανται στον χώρο και τα βαψίματα για τις ανάγκες των γυρισμάτων προκαλούνται ζημιές στο κτίριο, τις οποίες δεν αναλαμβάνει να διορθώσει κανείς.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1976, η έπαυλη χαρακτηρίζεται από το υπουργείο Πολιτισμού ως διατηρητέα και το 1979 το οικόπεδο που την περιβάλλει ως «χώρος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους διότι συμβάλλει στην αισθητική ανάδειξη και προστασία του μνημείου». Το 1985 το ΥΠΕΧΩΔΕ αγοράζει τη βίλα από το ΙΚΑ και το 1996 αρχίζουν τα έργα συντήρησής της, τα οποία βασίστηκαν σε αποτυπώσεις που είχε κάνει ο Παναγιώτης Πικιώνης το 1979. Αναστηλωμένη πλέον, το 1998 παραδίδεται στο ΥΠΕΧΩΔΕ και σε αυτήν από το 2001 έως σήμερα στεγάζεται το Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης (ΕΚΠΑΑ).