Στην έναρξη της παράστασης, τα φώτα έπεσαν πάνω στους ντυμένους με κοστούμια γελωτοποιών συντελεστές, που έκαναν τον κύκλο της σκηνής χορεύοντας και τραγουδώντας για να καταλήξουν μπροστά στο σκηνικό που παρέπεμπε σε αυτοσχέδιο θεατράκι.

Το ξύλινο πατάρι θύμιζε πάλκο που πίσω του στεκόταν μια κατακόκκινη αυλαία. Από εκεί έκανε την εμφάνισή της η Πενία –την οποία υποδυόταν η Αμαλία Μουτούση -, αλλά και ο Πλούτος –κατά κόσμον Μάκης Παπαδημητρίου –μόλις βρήκε το φως του. Από εκεί πρόβαλε και η εικόνα της Ακρόπολης ζωγραφισμένη. Στη σκηνή του θεάτρου ένα πιάνο, ξύλινα κιβώτια με ροδάκια αλλά και ένα λευκό μπαλόνι –που έσκασε συμβολικά και έδωσε με εύστοχο τρόπο τη σημειολογία της φούσκας –συμπλήρωναν τα σκηνικά της παράστασης.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίστηκε ντυμένος στα μαύρα (το Σάββατο –την Παρασκευή φορούσε λευκά) ως Αγγελος – Εξάγγελος, με μια πατερίτσα στο χέρι, για να απαγγείλει την παράβαση. Φαίνεται ότι η ένταση της φωνής δεν ήταν εκείνη που έπρεπε για να φτάσει μέχρι τα πάνω διαζώματα, εκεί απ’ όπου ακούστηκε η προτροπή «πιο δυνατά!».

Προς το τέλος, στον διάλογό του με την Πενία, η πατερίτσα δεν υπήρχε. «Τι έγινε το δεκανίκι, κύριε Νιόνιο;», τον ρωτά η Πενία – Αμαλία Μουτούση. «Κόλπο ήταν μήπως βγάλω κι εγώ αναπηρική σύνταξη», της απάντησε εκείνος.

Η παρθενική εμφάνιση σε κωμωδία τόσο για τον Νίκο Κουρή στον ρόλο του Χρεμύλου όσο και για τον Χρήστο Λούλη στον ρόλο του υπηρέτη του Καρίωνα –οι οποίοι προσπαθούν να δώσουν στον τυφλό θεό Πλούτο το φως του –θεωρήθηκε από το κοινό, που τους χειροκρότησε θερμά, άκρως επιτυχημένη. Το ίδιο θερμά χειροκροτήθηκαν τόσο ο Μάκης Παπαδημητρίου –ο Πλούτος του αριστοφανικού έργου –όσο και η Αμαλία Μουτούση που υποδύθηκε την Πενία.