Ο τρόπος με τον οποίο συζητάει η πλειονότητα των ανθρώπων για τις καλοκαιρινές διακοπές είναι σαν να έχει αρπάξει το σπίτι τους φωτιά και θα γλιτώσουν μόνο αν κατορθώσουν να απομακρυνθούν. Το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» που έχει καταντήσει η εθνική μας ιδεολογία, εκφρασμένη με τον απεχθέστερο τρόπο, χωρίς να συντρέχει συχνά ιδιαίτερος λόγος, οξύνεται δραματικά όταν δυσχεραίνουν οι συνθήκες –και μία αναμφισβήτητη συνθήκη είναι η φοβερή καλοκαιρινή ζέστη της Αθήνας.

Το πόσο ριζωμένη και επιθετική είναι η συνείδηση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» το καταλαβαίνεις από την απογοήτευση όσων πρόκειται να ταξιδέψουν και το δελτίο καιρού αναγγέλλει ήπιες, σχεδόν δροσερές τις προσεχείς ημέρες. Θα προτιμούσαν όσοι συμβαίνει να μη «διακόπτουν» και παραμένουν στην πόλη να τσουρουφλίζονται, παρά οι ίδιοι να μην απολαμβάνουν το πιο πυριφλεγές καλοκαίρι έτσι καθώς στις παραλίες και τις θάλασσες μεταβάλλεται αυτό σε προϋπόθεση ακόμη μεγαλύτερης απόλαυσης.

ΚΑΝΕΙΣ δεν φαίνεται να σκέφτεται ότι το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» έχει και μια δεύτερη ανάγνωση που λέει ότι για να μπορεί να σώσει ο καθένας μόνος του τον εαυτό του, μόνος του επίσης καταστρέφεται. Ομως η καταστροφή δεν αφορά ποτέ εμάς, αφορά πάντα τους άλλους. Ενα αίσθημα αλληλεγγύης που φαίνεται να λειτουργεί στοιχειωδώς μέσα στον χειμώνα, χάνεται εντελώς τους καλοκαιρινούς μήνες και ο καθένας στην πραγματικότητα ανέχεται τον άλλο όχι μόνο μέσα στην πόλη αλλά και στην εξοχή. Σαν ο καθένας που παρέμεινε στην πόλη να χρεώνεται το γεγονός ότι παρέμεινε και ο διπλανός του αφού, αντί για μια αλληλέγγυα συναντίληψη, τους πιάνει μια λύσσα να εκδικηθούν ο ένας τον άλλον επιδεινώνοντας την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα της πόλης.

Πού να φανταζόταν ο Ζαν-Πολ Σαρτρ ότι η ηθική διάσταση της ρήσης του «Η κόλαση είναι οι άλλοι» στην Ελλάδα του 2013 θα εικονογραφούνταν με έναν τόσο ρηχό και αηδιαστικό τρόπο ώστε θα ήταν προτιμότερο κάπως διαφορετικά να την είχε διατυπώσει. Μεταφερμένη όμως η συνείδηση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» στον μικρόκοσμο των δημοσίων υπηρεσιών, απορεί κανείς πώς μπορεί να έρχονται ξανά σε επαφή και να ξανακοιτάζονται στα μάτια άνθρωποι που ευχαρίστως θα έβγαζε ο ένας το μάτι του αλλουνού ώστε να μη στερηθούν λίγες παραπάνω ώρες «διακοπών».

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΕΝΟ ακόμη και το τελευταίο δευτερόλεπτο με τέτοιο τρόπο ώστε μόνο μια δικαιολογία θα μπορούσε να υπάρξει για τη λύσσα να το εξαντλήσει κανείς. Οτι πρόκειται μέσα στο δευτερόλεπτο αυτό να προκύψει το «θαύμα» που δέκα και δεκαπέντε ημέρες «διακοπών» δεν το απέφεραν. Πράγμα που αποκλείεται να συμβεί καθώς δεν είναι δυνατόν να οργανώνεσαι με τόσο εγωπαθή τρόπο και ταυτόχρονα να έχεις με τους άλλους τόσο ευαίσθητους λογαριασμούς ώστε να γίνεται εφικτή η δυνατότητα του θαύματος.

Αν αμφιβάλλει κανείς ότι μια αντίστοιχη συμπεριφορά δίνει στο καλοκαίρι μια αυτόχρημα πολιτική διάσταση, δεν έχει παρά να θυμηθεί την κουβέντα του Ανδρέα Παπανδρέου για «τα μπάνια του λαού». Φαινομενικά φιλάνθρωπη κουβέντα, έτσι όπως κανείς δεν δικαιούνταν να καταστρέψει τα μπάνια αυτά, άνοιγε όμως το βάραθρο του πολιτικού εξανδραποδισμού. Την πολιτική εξουσία, που έτσι κι αλλιώς λυμαίνεται τη χώρα ως τσιφλίκι της, να την αλωνίζει ακόμη περισσότερο ατελώνιστη τους καλοκαιρινούς μήνες καθώς η συνείδηση των ανθρώπων δικαιούται να χαλαρώνει και επομένως αδυνατεί να συνδυάσει την απόλαυση με την εγρήγορση.