Το 1971, όχι μόνον στη Νικήτη αλλά και σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, οι αθλητές κολυμβητές μετριόνταν στα δάκτυλα ενός χεριού αφού οι προπονήσεις γίνονταν –όπου γίνονταν –μόνο στη θάλασσα. Η θάλασσα, όμως, ήταν ένας τόπος γεμάτος κινδύνους. «Ο μεγάλος μας φόβος, ήταν οι καρχαρίες και οι ξιφίες» θυμάται ο Αγγελος Κουτλιάνος. «Πλάι στη Νικήτη, στη Γερακινή, έφταναν συνέχεια πλοία από διάφορα μέρη, για να φορτώσουν λευκόλιθο. Ο φόβος μας ήταν μην τυχόν και συναντήσουμε κάποιον καρχαρία που θα ακολουθούσε τα πλοία. Παράλληλα, οι ψαράδες, συχνά έπιαναν στα δίκτυα τους σκυλόψαρα. Οι γονείς μας φοβόνταν και θυμάμαι ότι ο Μάκης Κρικελίκος που ήθελε να κολυμπήσει μαζί μας δεν το έκανε γιατί δεν τον άφηνε η μητέρα του. Εμένα η δική μου μού είχε δώσει έναν ξύλινο σταυρό από το Αγιο Ορος όπου μέσα είχε λίγο τίμιο ξύλο. Τον φορούσα σε όλο τον αγώνα και ένιωθα ότι μας προστάτευε. Ο φόβος όμως υπήρχε. Η τότε αρραβωνιαστικιά μου και νυν γυναίκα μου, η Αγγελική, που ήταν πάνω στη βάρκα, μου έλεγε «μην κολυμπάς μόνος σου. Κάτσε δίπλα στον Ξανθόπουλο ώστε αν έρθει καρχαρίας, να έχεις μισές πιθανότητες». Ξεκινήσαμε στις επτά ή τις οκτώ το πρωί και λίγο πριν μπούμε στο νερό, διακόσια μέτρα από την ακτή, ένας τεράστιος ξιφίας πηδούσε έξω από το νερό. Τότε ο κόλπος είχε πολλά ψάρια. Ο φόβος των γονιών μου για τα μεγάλα ψάρια με κράτησε και από το να προσπαθήσω να κολυμπήσω τη Μάγχη» συμπληρώνει.