εν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι στο Γκλάστονμπερι δεν πας για τη μουσική κυρίως, αλλά για την ατμόσφαιρα μιας «μεγάλης εναλλακτικής κοινότητας» και την εμπειρία της κατασκήνωσης για τρεις μέρες σ’ ένα παράλληλο μεταχίπικο σύμπαν. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει σημαντικά ακόμα και σε σχέση με τα τριήμερα του Γκλάστονμπερι στη δεκαετία του ’90, έτσι κι αλλιώς όμως είναι πολύ δύσκολο να εστιάσει κανείς σε κάποια από τις 35 σκηνές που συγκεντρώνονται πλέον στο χώρο του φεστιβάλ, και εκτός από την πληθώρα των συγκροτημάτων –καθιερωμένων και ανερχόμενων –περιλαμβάνουν όλες σχεδόν τις μορφές σύγχρονης καλλιτεχνικής έκφρασης, από stand up κωμωδία ώς θέατρο.

Κορυφαία ονόματα. Ο βασικός πόλος έλξης βέβαια παραμένει ο συνωστισμός κάθε χρόνο μερικών από τα κορυφαία ονόματα του σύγχρονου ροκ, και φέτος τα ονόματα που θα εμφανιστούν από σήμερα νωρίς ώς αργά τη νύχτα της Κυριακής συνιστούν μια εντυπωσιακή λίστα. Ειδικά δε, εξαιτίας της μη διεξαγωγής πέρσι του φεστιβάλ με την αιτιολογία της «ανασύνταξης» της διοργάνωσης, η αδημονία για το φετινό έχει χτυπήσει κόκκινο.

Εκτός από τους Rolling Stones, που έχουν τεθεί επικεφαλείς της κεντρικής σκηνής τη νύχτα του Σαββάτου, θα εμφανιστούν φέτος μεταξύ πολλών άλλων, ο Νικ Κέιβ με τους Bad Seeds, οι Portishead, οι Arctic Monkeys, ο Ελβις Κοστέλο, οι νεοφόλκ σούπερσταρ Mumford & Sons, οι «ψαγμένοι» xx, οι ήρωες του χιπ χοπ Public Enemy, οι Smashing Pumpkins, οι Public Image Ltd., και οι Chic, το πιο ιστορικό ντίσκο γκρουπ όλων των εποχών. Κι αυτά είναι μόνο τα πιο γνωστά από τα ονόματα που θα παίξουν στις βασικές μουσικές σκηνές στις οποίες θα παρελαύνουν κάθε μέρα δεκάδες γκρουπ της αφρόκρεμας της σύγχρονης ροκ δισκογραφίας (αν είναι ακόμα δόκιμη αυτή η λέξη στην εποχή του downloading, όπου οι καλλιτέχνες βιοπορίζονται αποκλειστικά σχεδόν από τις συναυλίες).

Ψίθυροι και φήμες. Οπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος μέχρι την τελευταία στιγμή, οργιάζουν οι φήμες για μη ανακοινωμένες εμφανίσεις διάσημων καλλιτεχνών. Το όνομα που έχει ακουστεί πιο έντονα είναι αυτό των νεοντίσκο γκουρού Daft Punk, παρά το γεγονός ότι το ντουέτο των γάλλων «διαστημικών εστέτ» της σύγχρονης ηλεκτρονικής σκηνής έχει ανακοινώσει ότι δεν θα κάνει εμφανίσεις στα φεστιβάλ φέτος το καλοκαίρι. Ακόμα και ο Ντέιβιντ Μπάουι ακούστηκε ότι μπορεί να εμφανιστεί ως σπέσιαλ γκεστ σταρ εξαιτίας της θερμότητας της υποδοχής που έτυχε η φετινή επιστροφή του, αυτό όμως μάλλον αποτελεί ευσεβή πόθο και ράδιο αρβύλα του twitter.

Το Φεστιβάλ του Γκλάστονμπερι ξεκίνησε την αυγή της δεκαετίας του ’70 ως δωρεάν εκδήλωση στο πνεύμα του Γούντστοκ και του κινήματος των ελεύθερων φεστιβάλ –πνεύμα που στην πορεία αποδείχθηκε μη βιώσιμο για οικονομικούς αλλά και λόγους ασφαλείας. Ο χώρος του φεστιβάλ στους αγρούς της Νοτιοδυτικής Αγγλίας θεωρείται τόπος αρχέγονων μυστικιστικών και παγανιστικών παραδόσεων, γεγονός που έχει συντελέσει στην ιδιαίτερη «αύρα» της εκδήλωσης. Ο χώρος ανήκει στον αγρότη – κτηματία προοδευτικών αντιλήψεων Μάικλ Ιβις που ξεκίνησε το φεστιβάλ το 1970, όταν αυτός και 14 φίλοι του επένδυσαν σχεδόν όλα τα υπάρχοντά τους για να διαμορφωθεί ο χώρος και να κτιστεί η κεντρική σκηνή.

Από το 1981 και μετά ο Ιβις ανέλαβε μόνος του (μέσω της εταιρείας Glastonbury Festivals Ltd. που ίδρυσε με τη γυναίκα του) τη διοργάνωση, ενώ εκείνη τη χρονιά συνδιοργανωτής ήταν η Οργάνωση για τον Πυρηνικό Αφοπλισμό (CND).

Παρά τις ριζικές αλλαγές που έχουν συμβεί με τα χρόνια, ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι που εργάζονται για το φεστιβάλ είναι εθελοντές –με εξαίρεση το τεχνικό προσωπικό και τις υπηρεσίες security –ενώ φυσικά σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του παίζουν οι χορηγίες γνωστών εταιρειών μπίρας, κινητής τηλεφωνίας κ.λπ.

Οι τzαμπατζήδες. Το 1990, η περιβόητη «μάχη της γέφυρας Γέομαν» μεταξύ των καραβανιών των νεοχίπι ταξιδευτών με το «τσιγγάνικο» lifestyle (ο Ιβις τούς επέτρεπε την ελεύθερη είσοδο στο χώρο μέχρι τότε) και των ανδρών ασφαλείας του φεστιβάλ οδήγησε στην αναθεώρηση του θεσμού, κάνοντας τα μέτρα ασφαλείας πολύ πιο αυστηρά και πιο δύσκολη τη ζωή στους τζαμπατζήδες, αρκετοί όμως από αυτούς καταφέρνουν να τρυπώνουν κάθε χρόνο εκμεταλλευόμενοι κενά στην ασφάλεια.