Μετά την «Εκλειψη» και το «Σάβανο», ο πληθωρικός Ιρλανδός συγκροτεί με το «Αρχαίο φως» ένα είδος άτυπης τριλογίας, όπου οι μνήμες νοθεύονται από αναδρομικές επινοήσεις, το παρελθόν ανακατασκευάζεται και η ειρωνεία της ιστορίας οδηγεί τον ξεχασμένο ηθοποιό Αλεξάντερ Κλιβ να υποδυθεί στην οθόνη τον διάσημο αποδομιστή, πρώην αντισημίτη, που οδήγησε την κόρη του στον θάνατο

Ο Τζων Μπάνβιλ εφευρίσκει στο 15o αυτό μυθιστόρημά του μια μυθιστορηματική εκδοχή του εαυτού του. Τον εγχέει στο καλούπι κάποιου JB, του οποίου το βιβλίο για τη ζωή του φημισμένου πανεπιστημιακού Aξελ Βάντερ πρόκειται να γίνει ταινία. Αποσυρμένος στο πατρικό του, ο ηθοποιός του θεάτρου Αλεξάντερ Κλιβ (κεντρικός ήρωας και αφηγητής της «Εκλειψης», αλλά και του παρόντος), του οποίου η καριέρα είχε λήξει άδοξα όταν «πάγωσε» επί σκηνής, θα ανασυρθεί από ένα χολιγουντιανό στούντιο για να υποδυθεί στην ταινία τον Βάντερ. Οι λόγοι της επιλογής του έχουν πιθανότατα σχέση με το ότι η από δεκαετίας νεκρή κόρη του, η Κας, είναι εκείνη που είχε αποκαλύψει το προναζιστικό παρελθόν του Βάντερ, με τον οποίο συνήψε παρά ταύτα ερωτική σχέση που την οδήγησε στην αυτοκτονία, εγκυμονούσα ούσα (βλ. το «Σάβανο»).

Περίπλοκο; Και όμως όχι. Διότι, όπως και στα προγενέστερα βιβλία του, η πλοκή ελάχιστη σημασία έχει όταν πρόκειται για τον Μπάνβιλ. Ακόμη και μείζονα γεγονότα στη διάρκεια της αφήγησης μπορεί να δοθούν σε μερικές αράδες, ακόμη και ανατροπές που σε άλλους συγγραφείς θα συνιστούσαν κορυφώσεις στο έργο του Μπάνβιλ δίνονται με σουρντίνα, σαν σε παρένθεση, σαν να το κάνει επειδή είναι υποχρεωμένος να δώσει κάποιες εξηγήσεις, σαν ακόμη να μας ψιθυρίζει στο αυτί ότι γνωρίζει καλά τα μυστικά της πιασάρικης μυθοπλασίας αλλά ότι απαξιοί να χρησιμοποιήσει απάτες, προδοσίες, φονικά, λιμούς και καταποντισμούς όταν αλλού παίζεται η προσωπική μας ιστορία: στην απεγνωσμένη αναζήτηση της αλήθειας, στην ανασυγκρότηση του παρελθόντος, στη διερώτηση του τι απογίνονται οι μνήμες όταν η σωματική μας ύπαρξη πάψει να υφίσταται, στην αναζήτηση των κοινών γεωμετρικών τόπων μεταξύ μνήμης και επινόησης.

Με εξαίρεση τα νουάρ μυθιστορήματα που υπογράφει ως Μπένζαμιν Μπλακ (επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη), ο Μπάνβιλ απαξιοί λοιπόν να προσφέρει τελεσίδικες απαντήσεις στην ιστορία του δίνοντάς μας, οριστικά μάλλον, την εντύπωση πως πιστεύει ολόψυχα ότι κάθε συγγραφέας γράφει και ξαναγράφει διαρκώς ένα και το αυτό βιβλίο. Γι’ αυτό οι διαρκείς επανεπισκέψεις σε παρεμφερείς τόπους, γι’ αυτό οι συστηματικές ανασκαφές στις ζωές των ίδιων ή με παρεμφερή χαρακτηριστικά ηρώων, γι’ αυτό η αναπαραγωγή του παρελθόντος με διαφορετικό κάθε φορά φωτισμό και υπό διαφορετική οπτική γωνία. Προνομιακό πεδίο αναφοράς του η εφηβεία, με την οποία καταπιάστηκε συστηματικά λ.χ. στη βραβευμένη με το Μπούκερ «Θάλασσα». Στην περίοδο της εφηβείας αποδίδει ο Μπάνβιλ τα ίχνη του μέλλοντος των ηρώων του αλλά και το πεδίο που η αρχαιολογική σκαπάνη του συγγραφέα οφείλει να αναδείξει, ξαναφωτίσει, επανερμηνεύσει. Στο «Αρχαίο φως» έχουμε τον Κλιβ να αναθυμάται, κλεισμένος στη σοφίτα του, τον έρωτα που έζησε στα 15 του χρόνια με μια παντρεμένη γυναίκα, κατά 20 ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερή του, μητέρα του φίλου του, ερωτικό πρότυπο και ταυτόχρονα τρόπαιο, που του προσφέρει ένα αξέχαστο καλοκαίρι προτού ο έρωτάς τους αποκαλυφθεί, το σκάνδαλο ξεσπάσει και η καλή του αποσυρθεί από το προσκήνιο. Μόνο που αργότερα θα μάθουμε ότι υπάρχουν και άλλες εκδοχές των γεγονότων, ότι το παζλ των αναμνήσεων αδυνατεί να ανασυγκροτήσει μια ρεαλιστική πραγματικότητα, ότι ο έρωτας της ζωής του «έφυγε» για εντελώς διαφορετικούς λόγους από ό,τι ο ίδιος μοιάζει να πιστεύει. Και πάλι, όμως, για τον αφηγητή το σημαντικό δεν είναι η αλήθεια των γεγονότων αλλά η αίσθηση των πραγμάτων, η ανάκληση της κυκλικότητας της φύσης, η νοσταλγία του άμετρου πόθου, η αρχέγονη συγκρότηση του εαυτού, τα πρωτόγνωρα –γι’ αυτό και καθοριστικά –αισθήματα της νιότης, η ανακύκλωση του χρόνου, τα χρώματα και οι μυρωδιές, η τρόπον τινά ναμποκοφιανή ανάκληση της ανέφικτης μνήμης.