Είτε από διάθεση φιλοφρόνησης είτε επειδή η επίσκεψή τους εδώ σημαδεύτηκε από μια ξεχωριστή εμπειρία σύνδεσης με το ελληνικό κοινό, είναι πολλοί οι ξένοι καλλιτέχνες που δεν φείδονται καλών λόγων για τη χώρα μας. Ομως η διάσημη καναδή πιανίστρια και τραγουδίστρια Νταϊάνα Κραλ έχει πολύ ιδιαίτερους και προσωπικούς λόγους που νιώθει πάντα πολύ κοντά στη χώρα μας. Οπως λέει η ίδια: «Η Ελλάδα είναι και θα είναι πάντα ένα από τα αγαπημένα και σημαντικά μέρη της ζωής μου και ο λόγος είναι πολύ συγκεκριμένος. Την πρώτη φορά που ήρθα είχα μείνει έγκυος στα δίδυμά μου και βρισκόμουν σε κατάσταση έκστασης. Και όταν επέστρεψα για συναυλία, πέρασα υπέροχα παρακολουθώντας τα αγόρια μου να παίζουν με άλλα παιδάκια σε διάφορους πανέμορφους υπαίθριους χώρους. Πιο σπέσιαλ εμπειρίες από αυτές δεν νομίζω ότι υπάρχουν…».

Τα δίδυμα αγόρια στα οποία αναφέρεται είναι ο Ντέξτερ και ο Φρανκ που γεννήθηκαν το 2006, ανήμερα ακριβώς (6 Δεκεμβρίου) της επετείου του γάμου της (έγινε το 2003 στην έπαυλη του σερ Ελτον Τζον, έξω από το Λονδίνο) με τον μπαμπά των παιδιών, τον διάσημο τραγουδοποιό, ερμηνευτή και έναν από τους εξέχοντες σύγχρονους «επιμελητές» της μουσικής παράδοσης του 20ού αιώνα, τον Ελβις Κοστέλο.

Ο Κοστέλο μάλιστα συμμετέχει (φωνητικά, γιουκαλίλι) με το ψευδώνυμο Χάουαρντ Κάουαρντ (Χάουαρντ «Δειλός») και σε δύο τραγούδια από το τελευταίο άλμπουμ της, το «Glad Rag Doll», μια συλλογή σύγχρονης ανασκευής τραγουδιών του Μεσοπολέμου από τον χώρο του μιούζικ χολ. Ο Κοστέλο συμμετέχει διακριτικά –ένδειξη συμπαράστασης –σε ένα επιτελείο σπουδαίων μουσικών υπό την επίβλεψη του πληθωρικού παραγωγού Τι-Μπον Μπερνέτ, διάσημου κυρίως από τη μακρόχρονη συνεργασία του με τον Μπομπ Ντίλαν.

«Ηταν πραγματικά ξεχωριστή η συνεργασία με ανθρώπους όπως ο Τι-Μπον Μπερνέτ και μουσικούς όπως ο (εξαιρετικός κιθαρίστας και μόνιμος συνεργάτης του Τομ Γουέιτς) Μαρκ Ρίμποτ. Η ιδέα ήταν να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, μια φρέσκια προσέγγιση, όχι μια άσκηση νοσταλγίας. Και οπωσδήποτε ο στόχος δεν ήταν να πάρουμε κάποιο καλλιτεχνικό ρίσκο μόνο και μόνο προς χάριν του ρίσκου. Ελπίζω το αποτέλεσμα να έχει μια «οργανική» ποιότητα…». Το άλμπουμ είναι αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα της, «ο οποίος ξεκίνησε αυτή την ιστορία», δηλαδή τη συλλογή δίσκων 78 στροφών που είχε στο σπίτι τους στη Βρετανική Κολούμπια του Καναδά ο Τζιμ Κραλ και έπαιζε τακτικά με όλη την οικογένεια να συμμετέχει στο τραγούδι γύρω από το γραμμόφωνο. «Θυμάμαι που μας έλεγε για κάποια τραγούδια που αγαπούσε η γιαγιά μου. Καταγόταν από οικογένεια ανθρακωρύχων που τραγουδούσαν τα βράδια στο πιάνο όταν επέστρεφαν από την παμπ. Τα τραγούδια αυτά όμως λειτουργούν συναισθηματικά και για μένα την ίδια, ασχέτως των οικογενειακών αναμνήσεων. Είναι πολύ βαθιά στην καρδιά μου, πρόκειται για πολύ προσωπική υπόθεση».

Εκτός από το περιεχόμενο, το άλμπουμ προκάλεσε συζητήσεις και για τη «σέξι» φωτογράφιση που έκανε για το εξώφυλλό του ο γνωστός φωτογράφος Μαρκ Σέλιγκερ και απεικονίζει τη 47χρονη Κραλ με ζαρτιέρες και στενό φόρεμα ως ενζενί σε καμπαρέ του Μεσοπολέμου. «Υπήρχε μια έντονη θεατρικότητα στη μουσική εκείνης της περιόδου, όπως αντικατοπτριζόταν και στα περίφημα μπαλέτα Ζίγκφελντ. Ενιωσα ότι υποδυόμουν έναν χαρακτήρα λίγο καμπαρέ, λίγο Μπόνι και Κλάιντ… Αυτή ήταν η ιδέα τουλάχιστον».

Πρόκειται για ακόμη έναν ερμηνευτικό ρόλο μιας καλλιτέχνιδας που άρχισε να παίζει πιάνο στα τέσσερα και ως επαγγελματίας στα δεκαπέντε, και κατά καιρούς αναζητά στο παρελθόν (στην κλασική και τη μοντέρνα τζαζ, στα τραγούδια του Κόουλ Πόρτερ, στην ερμηνεία του Νατ Κινγκ Κόουλ, στη φολκ, στην ποπ) την έμπνευση για το πλαίσιο στο οποίο ξεδιπλώνει την αναμφισβήτητα ευρύτατη γκάμα της στο πιάνο κυρίως αλλά και στα κοντράλτο φωνητικά της. Οι πωλήσεις των δίσκων της έχουν ξεπεράσει τα 20 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, προσδίδοντάς της από κάποιους μάλλον κακοπροαίρετους τον αμφιλεγόμενο προσδιορισμό «Τζ. Κ. Ρόουλινγκ (η συγγραφέας των βιβλίων με ήρωα τον Χάρι Πότερ) της τζαζ».