Στις 3 Ιουλίου συμπληρώνονται 42 χρόνια από τον θάνατο του Τζιμ Μόρισον, οι Doors όμως ζουν και βασιλεύουν σε ψηφιακές εφαρμογές και στις επιμελείς επανεκδόσεις, που είχαν τη φροντίδα του πρόσφατα χαμένου κιμπορντίστα τους Ρέι Μανζάρεκ

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει κάποιος υποθέσεις για τις αντιδράσεις του πνεύματος του Τζιμ Μόρισον – εκτός αν όντως ζει και παρακολουθεί από κάπου τις εξελίξεις όπως ισχυρίζονται ακόμα πολλοί φανατικοί των Doors – σχετικά με τη σύγχρονη κληρονομιά του θρυλικού συγκροτήματος, ειδικά όσον αφορά την «ψηφιακή» ζωή του συγκροτήματος μέσω των σχετικών ηλεκτρονικών εφαρμογών που βγήκαν φέτος στο iPad. Μπορεί να υποθέσει όμως κανείς ότι θα ήταν ενδεχομένως ευγνώμων για το ιδιαιτέρως επιμελές «πακετάρισμα» που επεφύλαξε μετά τον θάνατό του στο έργο των Doors, ο συνιδρυτής τους Ρέι Μάνζαρεκ.

Ο ίδιος ο Μανζαρεκ συχνά περιέγραφε τη γνωριμία τους ως τη «συνάντηση με κάποιον που έμοιαζε να προσωποποιεί το διονυσιακό ένστικτο που κρύβουμε όλοι μέσα μας». Αν είναι έτσι, ο Μάνζαρεκ εκπροσωπούσε το «απολλώνιο» συστατικό της χημείας του γκρουπ, την «ήρεμη δύναμη».

Από την πρώτη κιόλας εμφάνιση των Doors, ο Ρέι Μάνζαρεκ, ο έμοιαζε να μην κολλάει στο ροκ στερεότυπο, ειδικά στο ψυχεδελικό στυλ του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1960. Η εμφάνισή του θύμιζε περισσότερο καθηγητή λογοτεχνίας, ενώ ο ίδιος δεν έκρυβε την αδυναμία του στην τζαζ, το rhythm and blues, το καμπαρέ του Mεσοπολέμου, το ράγκταϊμ πιάνο του Σκοτ Τζόπλιν –επιρροές που έμελλε να βρουν διέξοδο στη μουσική των Doors. Μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι τα πλήκτρα του είναι εξίσου αναγνωρίσιμα όσο και τα φωνητικά του Τζιμ Μόρισον: η μπαρόκ εισαγωγή στο «Light My Fire» –τα «προκαταρκτικά» πριν από το κρεσέντο σεξουαλικής έντασης του ρεφρέν -, το πιάνο στο «People Are Strange» σε ύφος Μπρεχτ – Βάιλ, η εισαγωγή στο «Riders on the Storm», το στοιχειωμένο όργανο στο «Waiting for the Sun», το «πιάνο πορνείου» όπως είχε γράψει ο ροκ κριτικός Λέστερ Μπανγκς κολακευτικά για τα μπλουζ θέματα του άλμπουμ «Morrison Hotel».

Οπως επίσης είχε δηλώσει ο ίδιος, η απόφαση του γκρουπ να μη συμπεριλάβει μπασίστα στη βασική σύνθεση και στις συναυλίες (στις στούντιο ηχογραφήσεις έπαιζε κατά περίσταση «φιλοξενούμενος» μπασίστας), αφήνοντας αυτόν να παίζει τις γραμμές του μπάσου με το αριστερό του χέρι, προσέφερε στον ήχο τους μια περίεργη υπνωτική χροιά.

Μετά την οριστική διάλυση των Doors, ο Ρέι Μάνζαρεκ, ο κιμπορντίστας τους που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγο καιρό στα 74 του, συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Ιγκι Ποπ και η Πάτι Σμιθ, υπήρξε παραγωγός στα άλμπουμ των X, ενός από τα πιο σημαντικά γκρουπ του αμερικανικού πανκ, ενώ το 1983 κυκλοφόρησε η εκδοχή του (σε συνεργασία με τον μινιμαλιστή συνθέτη Φίλιπ Γκλας) στο κλασικό έργο «Carmina Burana» του Καρλ Ορφ. Δεν μπορούσε όμως –ή δεν ήθελε –να ξεφύγει από τη σκιά των Doors, κατάφερε πάντως να αφοσιωθεί στη διατήρηση του μύθου με ιδιαίτερο ζήλο, γεγονός που φαίνεται ακόμη και στο (μοναδικό) μυθιστόρημα που έγραψε. Τίτλος του βιβλίου «The Poet in Exile» («Ο ποιητής στην εξορία») και κεντρικός χαρακτήρας ένας μουσικός ονόματι Ρόι, ο οποίος συναντά έναν πρώην τραγουδιστή συγκροτήματος, «τον άνθρωπο φίδι» (ευθεία αναφορά στο παρατσούκλι του Τζιμ Μόρισον «Βασιλιάς Σαύρα») που έχει σκηνοθετήσει τον θάνατό του στο Παρίσι και θέλει να ανασυστήσει την καριέρα «ενός από τα πιο επιτυχημένα γκρουπ στην ιστορία του ροκ. Ως θεματοφύλακας – επιμελητής της κληρονομιάς των Doors υπήρξε πρωτοπόρος στη διατήρηση της ποιότητας των μετά τον θάνατο του Μόρισον προϊόντων που έχουν τη φίρμα του γκρουπ – πολύ πριν από τη αντίληψη των deluxe εκδόσεων που επικρατεί πια – από την κυκλοφορία του «An American Prayer» του 1978 και του live άλμπουμ «Alive She Cried» του 1983 ώς τη φετινή Doors εφαρμογή του iPad στην οποία συμμετείχε.

Δ.Π.