Στα 71 του πλέον, ο Ερικ Μπάρντον δεν έχει χάσει τίποτε από την οξύτητα πνεύματος, την αποφασιστικότητα αλλά και την παροιμιώδη ξεροκεφαλιά που χαρακτήριζαν πάντα τον κάτοχο της πιο χαρακτηριστικής φωνής των γκρουπ της βρετανικής εισβολής στην Αμερική τη δεκαετία του ’60.

Περισσότερο κι από τους Beatles και τους Stones ακόμα, οι Animals έμοιαζαν να βρίσκονται πιο κοντά στην αυθεντική rhythm & blues αμερικανική παράδοση εξαιτίας κυρίως της βαθιάς, μεταλλικής χροιάς που είχε η φωνή του τραγουδιστή τους, ο οποίος, ενώ ακόμα δεν είχε βγει καλά καλά από την εφηβεία, έμοιαζε να κουβαλάει τις εμπειρίες ενός βετεράνου μπλουζίστα που έχει φάει την πιάτσα με το κουτάλι. Κάτι που μπορεί να πιστοποιήσει οποιοσδήποτε έχει ακούσει κάποια από τις μεγάλες επιτυχίες των Animals στα μέσα της δεκαετίας του ’60: «The House of the Rising Sun», «We Gotta Get Out of Τhis Place» (κομμάτι για το οποίο πρόσφατα ο Μπρους Σπρίνγκστιν δήλωσε ότι αποτελεί την έμπνευση σχεδόν για οτιδήποτε έχει γράψει), «Don’t Let Me Be Misunsderstood», «Sky Pilot», «It’s My Life», «See See Rider» και πολλά άλλα.

Η «ζωή» των πρώιμων Animals (με τον Αλαν Πράις στα χαρακτηριστικά πλήκτρα) υπήρξε όμως βραχύβια και ο Ερικ Μπάρντον συνέχισε με διάφορες εκδοχές του γκρουπ στα χρόνια που ακολούθησαν. Από τις πιο σημαντικές περιόδους της καριέρας του υπήρξε η συνεργασία του με το φανκ γκρουπ των War στις αρχές της δεκαετίας του ’70, για να ακολουθήσουν διάφορες «επιστροφές» του στο προσκήνιο με πιο πρόσφατη το φετινό του άλμπουμ με τίτλο «’Til Your River Runs Dry».

Μιλήσαμε με τη θρυλική φωνή των Animals λίγο πριν από τις συναυλίες του Ερικ Μπάρντον στην Αθήνα απόψε και αύριο.

Η κυκλοφορία του νέου άλμπουμ έχει ήδη χαιρετιστεί πανηγυρικά ως «η μεγάλη επιστροφή», αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχατε αποσυρθεί.

Πολύ σωστά. Δεν εγκατέλειψα ποτέ τη σκηνή. Εκανα συναυλίες, ηχογραφούσα, εξερευνούσα, είμαι πάντα εδώ κι αγωνίζομαι για τη θέση μου στον κόσμο της μουσικής. Την τελευταία δεκαετία μάλιστα ηχογράφησα μερικές από τις καλύτερες δουλειές μου. Δυστυχώς δεν γνώρισαν την ανταπόκριση που τους άξιζε κυρίως επειδή λειτουργώ εκτός συστήματος, χωρίς βοήθεια από «υψηλά ιστάμενους». Αυτό που γνωρίζω πάντως είναι ότι η φετινή χρονιά είναι πολύ σημαντική για την καριέρα μου. Είμαι ευτυχισμένος με τη ζωή μου και χαρούμενος με την αγάπη του κόσμου αλλά και των media. Δεν υπάρχει πιο ωραίο συναίσθημα.

Ταιριάζει ο προσδιορισμός «μπλουζ» στα νέα τραγούδια σας; Ποια η σχέση με τα μπλουζ μέσα στα χρόνια;

Δεν θα αποκαλούσα μπλουζ με την απόλυτη έννοια τον νέο δίσκο, αλλά πάλι τα μπλουζ παραμένουν η βασική μου έμπνευση, ο πυρήνας σε οτιδήποτε έχω κάνει.

Είναι γνωστή η σχέση σας με την Ελλάδα σε πολλά επίπεδα –ένα από αυτά και η σύζυγός σας Μαριάννα. Εχετε κάποια αντίληψη για την παρούσα δυσμενή οικονομικοκοινωνική κατάσταση της χώρας;

Ονειρεύομαι σε γαλάζιο και λευκό με φόντο τα ελληνικά νησιά. Η Ελλάδα είναι η κοιτίδα της φιλοσοφίας και της δημοκρατίας. Είμαι πεπεισμένος ότι θα επιζήσει από την τωρινή κρίση και θα εκφράζει πάντα παγκόσμιες αλήθειες. Δυστυχώς, η Ελλάδα είναι μια από τις πολλές χώρες που δανείστηκε με υποθήκη το μέλλον της και όταν έφτασε η ώρα δεν μπορούσε να ξεχρεώσει. Σε κάποιο επίπεδο, όλος ο πλανήτης βιώνει μια παρόμοια κατάσταση. Η ελληνική μουσική είναι πάντα στην καρδιά μου: έχω κάνει περιοδείες με μουσικούς που παίζουν λύρα, όργανο που δένει ιδανικά με το ηλεκτρικό μπλουζ και τον ροκ ήχο: είναι μουσική που προέρχεται κατευθείαν από την ψυχή.

Ζείτε εδώ και χρόνια μόνιμα στην Καλιφόρνια. Πώς έχει εξελιχθεί η σχέση σας με την πατρίδα σας, τη Βρετανία;

Είμαι γέννημα – θρέμμα της εργατικής τάξης της Βόρειας Αγγλίας, Βρετανός ώς το κόκκαλο, αλλά νιώθω και Αμερικανός με την έννοια της ανεξερεύνητης δυναμικής που εκπροσωπεί ιδανικά αυτή η χώρα. Η Καλιφόρνια αντιπροσωπεύει το τέλος της πορείας προς τη Δύση, τους απεριόριστους ορίζοντες και τις άγνωστες προοπτικές.

Ο Μπρους Σπρίνγκστιν δήλωσε πρόσφατα ότι ως τραγουδιστής των Animals μοιάζατε με «γοριλλάκι

σε κοστούμι, με φωνή σαν του θρυλικού μπλουζίστα Χόουλιν Γουλφ ενώ βγαίνει από το λαρύγγι 17χρονου λευκού». Πώς εκλάβατε αυτή τη φιλοφρόνηση;

Εξαιρετικά κολακευτική και συγκινητική προφανώς. Δεν ήμασταν τα πιο όμορφα αγόρια του σχολείου στο Νιούκασλ, αλλά μπορούσαμε να γνωστοποιήσουμε μέσω της μουσικής τα πάθη και τις αγωνίες όλων των αγοριών της εποχής μας. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι έκανα κάτι πρωτοποριακό, απλώς τραγουδούσα όπως μπορούσα το είδος των τραγουδιών που αγαπούσα, τα οποία τύχαινε να προέρχονται από την παράδοση των γκόσπελ και των μπλουζ.

Πώς νιώθετε σήμερα για την κληρονομιά που έχουν αφήσει οι Animals;

Ημασταν κάτι «τσαλακωμένοι» τύποι από το Νιούκασλ, ερωτευμένοι με τη μαύρη μουσική της Αμερικής. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι στην Αγγλία εκείνης της εποχής, αποφασισμένοι να αποκαταστήσουν τους ξεχασμένους συχνά στην πατρίδα τους μπλουζ και ροκ πρωτοπόρους: «Bringing it Αll Βack Ηome» που έλεγε και το τραγούδι του Ντύλαν. Είμαι περήφανος γι’ αυτά που καταφέραμε: η μουσική μας όχι μόνο στέκεται, αλλά εξακολουθεί να έχει νόημα για τον κόσμο.

Μπορείτε να αποκαλύψετε κάτι για το περιεχόμενο του «Breathless», του τρίτου βιβλίου απομνημονευμάτων σας που θα κυκλοφορήσει στο τέλος του χρόνου;

Αντίθετα από τα δύο προηγούμενα, είναι γραμμένο από τη σκοπιά που βλέπω τα πράγματα σήμερα. Θα κυκλοφορήσει και σε audio book και γενικά σκοπεύω να χρησιμοποιήσω οποιοδήποτε μέσο της σύγχρονης τεχνολογίας για να το κάνω πιο συναρπαστικό. Ευτυχώς, δεν έχω παράπονα πλέον όπως παλιότερα. Τα παράπονα και οι πικρίες είναι παγίδα της μέσης ηλικίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε επιλογή που κάνουμε, κάθε απόφαση, κάθε εμπόδιο και κάθε επιτυχία συνιστούν αυτό που είμαστε σήμερα.

Η εποχή των Animals

Οι Animals (εδώ στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με τον Ερικ Μπάρντον δεξιά) υπήρξαν η εμπροσθοφυλακή της «βρετανικής εισβολής» στην Αμερική μαζί με τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Kinks και τους Dave Clark Five. Το πιο γνωστό τραγούδι τους ίσως ήταν η διασκευή του παραδοσιακού φολκ κομματιού «The House of the Rising Sun» με θέμα ένα διάσημο πορνείο στη Νέα Ορλεάνη.

INFO

– Ο Ερικ Μπάρντον και το συγκρότημά του απόψε και αύριο στο Half Note Jazz Club (Τριβωνιανού 17, Μετς). Εισιτήρια: 30 ευρώ (τραπέζι), 20 ευρώ (μπαρ), 15 ευρώ (φοιτητές), 10 ευρώ (άνεργοι). Πληροφορίες και κρατήσεις στο τηλ. 210-9213.310.

– Οι Depeche Mode στο Terra Vibe Park, 37ο χλμ. Αθηνών – Λαμίας, Μαλακάσα. Ωρα έναρξης: 21.00 (οι πόρτες ανοίγουν στις 18.30).

Εισιτήρια: 40 ευρώ (ειδική περιοχή), 30 ευρώ (γενική είσοδος), 23 ευρώ (άνεργοι).