H φανέλα με το Νο 6 του νικηφόρου (84-71) τελικού του Κυπέλλου απέναντι στην ΑΕΚ το 1988 είναι το πολύτιμο κειμήλιο – ενθύμιο του Νίκου Τσιαντούκα από τη γνωριμία του με τον Νίκο Γκάλη. Ο μεγάλος άσος ήταν καθημερινός επισκέπτης της επιχείρησης του πατέρα του Νίκου, Βαγγέλη Τσιαντούκα.

Ο Νίκος Γκάλης γευμάτιζε και δειπνούσε επί σειρά ετών στο εστιατόριο Λύκοι στην οδό Βασιλέως Γεωργίου 41 (κι έπειτα στην οδό Βασιλίσσης Ολγας 6), χώρος που πρακτικά ήταν το στέκι του.

Οταν ο δείκτης δημοτικότητας έφτασε στο κόκκινο το –κλειστό εδώ και δύο μήνες, λόγω της κρίσης –Wolves γνώριζε στιγμές πολιορκίας.

«Οχι μόνο ερχόταν κόσμος στο μαγαζί λόγω του Νικ, αλλά δεχόμασταν τηλεφωνήματα από τις 10 – 11 π.μ. με τα εξής ερωτήματα: «Ηρθε σήμερα ο Γκάλης; Τι ώρα θα έρθει;»», θυμάται ο Νίκος Τσιαντούκας.

«Κόσμος περνούσε και τον χάζευε από τη βιτρίνα για 10-20 λεπτά. Αλλοι περίμεναν απλώς να τον δουν να μπαίνει ή να βγαίνει», προσθέτει.

Εύλογα, δημιουργήθηκε η ανάγκη για ενθύμια. «Στο συρτάρι του μαγαζιού υπήρχε ένα πακέτο με δεκάδες έτοιμες κάρτες για αυτόγραφα με τη φωτογραφία του και το σήμα της εταιρείας που τον χορηγούσε.

Στο πίσω μέρος υπήρχε κενό για την υπογραφή του Νικ και το όνομα του παραλήπτη.

Εγώ προσωπικά είχα λίστα αναμονής για αυτόγραφα φίλων και συγγενών από τον Εβρο μέχρι την Αθήνα», συνεχίζει.

Η είσοδος του Γκάλη στο στέκι του σήμαινε συναγερμό. «Οταν ήμασταν γεμάτοι υπήρχε ανταγωνισμός για το ποιος θα σηκωθεί και θα παραχωρήσει τη θέση του, ώστε να ανοίξει συζήτηση μαζί του», λέει.

Το προνόμιο είχε καθημερινά ο σερβιτόρος του Wolves. Τα ζητήματα του περιζήτητου συνομιλητή του ήταν συγκεκριμένα και οι απαντήσεις σύντομες.

«Ο Νικ δεν μιλούσε πολύ. Οταν ήμουν πιο μικρός μού χάριζε ένα χάδι στα μαλλιά. Πού και πού έλεγε ένα αστείο, κάτι για το ματς. Πάντως, ήταν πολύ απλός. Αν χρειαζόταν, περίμενε να αδειάσει τραπέζι για να καθήσει», συνεχίζει.

Το Wolves προκρίθηκε ως στέκι λόγω της ποιότητας των υπηρεσιών και της θέσης του –πολύ κοντά στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο.

Τα αγαπημένα πιάτα του Γκάλη ήταν κοκκινιστό μοσχαράκι με πουρέ και κριθαράκι γιουβέτσι, πασπαλισμένα με τριμμένη φέτα κι όχι με κίτρινο τυρί. Γλυκό ως επιδόρπιο ήταν σπάνια συνήθεια, αλλά η Κόκα-Κόλα μόνιμη. Το γεύμα των αξέχαστων αγώνων της Πέμπτης για το Κύπελλο Πρωταθλητριών ήταν συγκεκριμένο: πλούσια μερίδα κρέας με μακαρόνια.