Οκτώ χρόνια έρευνας χρειάστηκε ο 69χρονος βραζιλιάνος φωτογράφος για την ολοκλήρωση του πρότζεκτ «Genesis», διάστημα κατά το οποίο ταξίδεψε στα πιο απομονωμένα και «ακραία» περιβάλλοντα του πλανήτη σε 32 διαφορετικές χώρες συλλέγοντας εκπληκτικής διαύγειας ασπρόμαυρες εικόνες από απόκοσμα τοπία και καταγράφοντας την καθημερινότητα των ανθρώπων που ζουν εκεί. Επίσημος εκπρόσωπος της UNICEF εδώ και χρόνια και κάτοχος μερικών από τα πιο σημαντικά φωτογραφικά βραβεία για το έργο του, ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο έχει χρησιμοποιήσει συχνά το ταλέντο και τη φήμη του για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού στις «ευάλωτες περιοχές και στους ανθρώπους που κινδυνεύουν».

Οι επισκέπτες της έκθεσης μπορούν να ερμηνεύσουν τις 250 εικόνες που θα παρουσιαστούν στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου ως έναν νηφάλιο επικήδειο στα μοναδικά τοπία του πλανήτη που χάνονται, για τον ίδιο τον φωτογράφο όμως ο στόχος της έκθεσης είναι να αναδειχθεί η αίσθηση ότι υπάρχει ελπίδα για το μέλλον. Μιλώντας για το πρότζεκτ «Genesis», ο Σαλγάδο δήλωσε: «Αυτό υπήρξε μια από τις μακρύτερες φωτογραφικές περιπέτειες που έζησα: οκτώ χρόνια αναζήτησης της αμόλυντης φυσικής κληρονομιάς αλλά και των ανθρώπων και των ζώων που έχουν ξεφύγει από το αποτύπωμα της σύγχρονης κοινωνίας. Το πορτρέτο της απόκοσμης ομορφιάς ενός χαμένου κόσμου που καταφέρνει και επιβιώνει».

Για πολλούς, ο σπουδαιότερος εν ζωή φωτογράφος του πλανήτη είναι γνωστός για το πάθος του αλλά και την τάση να μπαίνει σε κατάσταση έκστασης όταν απορροφάται από τις εικόνες που τον «καλούν» να τις παγώσει στον χρόνο. Σύμφωνα με τον ίδιο, πριν από μερικά χρόνια ένας βοηθός του απελπίστηκε περιμένοντας να βγει από αυτή την κατάσταση ύπνωσης: «Υστερα από δυο-τρεις ώρες δουλειάς κοντά μου, παραιτήθηκε. Αργότερα είπε ότι ένιωθε σαν να παρακολουθεί το γρασίδι να μεγαλώνει».

Οι εικόνες του συγκαταλέγονται στις πιο εμβληματικές του καιρού μας. Ειδικά οι φωτογραφίες του από το ορυχείο χρυσού στη Σέρα Πελάντα της Βραζιλίας, στο οποίο χιλιάδες εργάτες «επιτίθενται στη γη αλλά συγχρόνως γίνονται ένα μ’ αυτήν», έχουν καταδείξει τις επιπτώσεις της βιομηχανοποίησης στον Τρίτο Κόσμο πολύ πιο παραστατικά από όλες τις σχετικές έρευνες. Ο Σαλγάδο σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάουλο και γρήγορα απορροφήθηκε από τις έντονες πολιτικές ζυμώσεις της χώρας του στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα του 1964 και του 1968 έστειλαν πολλούς συμπατριώτες του στον δρόμο της εξορίας και πριν γίνει ο ίδιος στόχος της χούντας έφυγε για τη Γαλλία με την αρχιτέκτων γυναίκα του –και συνεργάτιδά του –Λέλια. Ηδη εργαζόταν ως οικονομολόγος για λογαριασμό του Διεθνούς Οργανισμού Καφέ αλλά και της Διεθνούς Τράπεζας. Το 1973 όμως, όταν η Λέλια του χάρισε μια Pentax Spotmatic για να τραβήξει φωτογραφίες σ’ ένα ταξίδι του στην Αφρική, πήρε τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει μια πολλά υποσχόμενη καριέρα στα οικονομικά και να ασχοληθεί με τη φωτογραφία. Η εξέλιξή του υπήρξε ραγδαία. Στην αρχή εργάστηκε για λογαριασμό των πρακτορείων Sygma και Gamma, αλλά το 1979 εντάχθηκε στο δυναμικό του περίφημου «διεθνούς συνεταιρισμού φωτογράφων» Magnum Photos, όπου και παρέμεινε ώς το 1994.

Εστιάζοντας

στη μεγάλη εικόνα

Το 1984 εκδόθηκε το πρώτο του λεύκωμα με τίτλο «The Other Americas», συγκεντρώνοντας τις φωτογραφίες του από την καθημερινότητα των πιο υποβαθμισμένων κοινοτήτων της Λατινικής Αμερικής. Αμέσως μετά άρχισε το 18μηνο οδοιπορικό του στην Αφρική του «μεγάλου λιμού», ακολουθώντας τις αποστολές των Γιατρών χωρίς Σύνορα, και μετά το πέρας κι αυτής της αποστολής ξεκίνησε ένα από τα πιο φιλόδοξα σχέδιά του. Από το 1986 ώς το 1992 ο Σαλγάδο επισκέφθηκε 23 χώρες με σκοπό να φωτογραφίσει το τέλος της βιομηχανικής χειρωνακτικής εργασίας μεγάλης κλίμακας ή, όπως το είχε θέσει ο ίδιος, «να εικονογραφήσει μια αρχαιολογία της βιομηχανικής εποχής». Το 1993 έθεσε έναν ακόμα πιο μεγαλεπήβολο στόχο: 43 χώρες από όλες τις ηπείρους με θεματικό άξονα την καταγραφή πληθυσμών που εγκατέλειψαν την ύπαιθρο για να μετοικήσουν σε μητροπόλεις –έργο που συμπυκνώθηκε κατόπιν σε δύο λευκώματα, ενώ σε κάποιες χώρες η έκθεση των φωτογραφιών συνοδεύτηκε από ειδικό επιμορφωτικό πρόγραμμα.

Αποχωρώντας από το Magnum, αποφάσισε να ιδρύσει μαζί με τη Λέλια το δικό του φωτογραφικό πρακτορείο Amazonas Images με έδρα το Παρίσι, ενώ την ίδια περίοδο ξεκίνησαν τις πρωτοβουλίες τους για τη διάσωση τμήματος του Ατλαντικού Δρυμού στη Βραζιλία μέσω του Ινστιτούτου της Γης, οργανισμού αφιερωμένου στην αναδάσωση, τη συντήρηση των φυσικών πηγών και την περιβαλλοντική διαπαιδαγώγηση. Παρά τη ρομαντική προσκόλλησή του σε μια εξιδανικευμένη αντίληψη της φωτογραφικής εικόνας, ο Σαλγάδο έχει επιδείξει εξαιρετική προσαρμοστικότητα στις τεχνολογικές εξελίξεις του μέσου που επέλεξε και ειδικά στις «ευκολίες» της ψηφιακής φωτογραφίας: «Χρησιμοποιούσα το φιλμ για πολλά χρόνια. Τώρα που δουλεύω με ψηφιακή κάμερα, η διαφορά είναι τεράστια. Η ποιότητα είναι απίστευτη. Δεν χρησιμοποιώ φλας και με τη ψηφιακή μπορώ να δουλέψω ακόμα και στο χειρότερο φως…».

Παρά τα επίπονα, χρονοβόρα και σχεδόν επικά οδοιπορικά που έχει κάνει στα πιο απόμακρα και απόκρημνα σημεία του κόσμου, δεν αποδέχεται την ιδέα της «ανθυγιεινής εργασίας»: «Δεν μπορώ να πω ότι έχω «υποφέρει» για την τέχνη μου. Η φωτογραφία είναι μέρος του τρόπου ζωής μου. Οπως όλοι οι άνθρωποι, έχω περάσει δύσκολες στιγμές: έχω έναν γιο με σύνδρομο Down. Επίσης, μέσα από τη δουλειά μου έχω γίνει μάρτυρας κάθε είδους ανθρώπινης υποβάθμισης. Υπήρξαν όμως πάντα ευτυχισμένες στιγμές…». Ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο εκφράζει σε κάθε περίσταση την ανεπιφύλακτη αισιοδοξία του και την πίστη ότι μπορούμε να εξιλεωθούμε για τις «βιομηχανικές αμαρτίες» μας και ότι η λογική και η ευαισθησία δεν αποτελούν μονοπώλιο της ανθρώπινης κατάστασης: «Τα βουνά είναι ζωντανά όπως εμείς. Δεν θέλω να πω ότι ο σύγχρονος κόσμος είναι καλός ή κακός, είναι ο κόσμος μας. Μπορούμε να ξαναχτίσουμε ό,τι γκρεμίσαμε, αρκεί να χρησιμοποιούμε τη φαντασία μας λίγο…».