Στις 10.55 το βράδυ της 24ης Απριλίου 1974 ακούγεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λισαβώνας Emissores Associados de Lisboa το τραγούδι «E Depois do Adeus» («Και μετά το αντίο») του Πάουλο ντε Καρβάλιο, το τραγούδι το οποίο τρεις εβδομάδες νωρίτερα είχε εκπροσωπήσει την Πορτογαλία στον διαγωνισμό Eurovision. Είχε καταταγεί προτελευταίο, με ενδέκατο εκείνη τη χρονιά το «Λίγο κρασί, λίγη θάλασσα και τ’ αγόρι μου» της Μαρινέλλας από την Ελλάδα, όπου η χούντα των συνταγματαρχών έπνεε τα λοίσθια.

Αυτό ήταν το πρώτο σύνθημα για τους στασιαστές αξιωματικούς ότι το πραξικόπημα για την ανατροπή του καθεστώτος, στο οποίο είχαν συμφωνήσει μερικούς μήνες πριν, ξεκινούσε. Λίγη ώρα αργότερα, 20 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, το Ράδιο Renascenca μεταδίδει το τραγούδι «Grandola, Vila Morena», απαγορευμένο τότε λόγω της πολιτικής δράσης του δημιουργού του Ζέκα Αλφόνσο. Το τραγούδι περιγράφει τις συντροφικές σχέσεις των κατοίκων της φτωχικής πόλης Γκράντολα, στα νότια της Πορτογαλίας.

Τα ξημερώματα της 25ης Απριλίου τα μέλη του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων, στο οποίο συμμετείχαν χαμηλόβαθμοι και μεσαίοι δημοκρατικοί αξιωματικοί οι οποίοι αντιτίθεντο στη 40χρονη δικτατορία, παίρνουν θέσεις για να ανατρέψουν το καθεστώς (ο δικτάτορας Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ είχε πεθάνει το 1970 αλλά το καθεστώς του επιζούσε). Οι στασιαστές καταλαμβάνουν στρατηγικά πόστα στην πορτογαλική πρωτεύουσα: στρατόπεδα, κτίρια τηλεπικοινωνιών και κεντρικά κυβερνητικά κτίρια. Μέχρι τότε οι Πορτογάλοι υπέμεναν καρτερικά τη σκληρή διακυβέρνηση του Estado Novo (Νέο Κράτος), όπως ονομαζόταν το καθεστώς. Παρότι υπήρχε δυσαρέσκεια για τη λογοκρισία, για τους αιματηρούς σε ανθρώπινες ζωές και οικονομικό κόστος αποικιακούς πολέμους στην Αφρική και για την πλήρη έλλειψη ελευθεριών, οι Πορτογάλοι δεν είχαν προχωρήσει σε κάποια διαδήλωση ή άλλες εκδηλώσεις αντίθεσης προς τη χούντα. Ομως εκείνη τη στιγμή, και παρά τις εκκλήσεις των στασιαστών από το ραδιόφωνο να μείνει ο κόσμος στα σπίτια του, χιλιάδες Πορτογάλοι κατεβαίνουν στους δρόμους. Εξι ώρες αργότερα το καθεστώς είχε καταρρεύσει. Ενα από τα κεντρικά σημεία συνάντησης στη Λισαβώνα ήταν η αγορά λουλουδιών, τότε γεμάτη με γαρίφαλα. Οι πολίτες αναμειγνύονται με τους στρατιώτες και βάζοντας γαρίφαλα στις κάννες των όπλων τους δίνουν όνομα στην εξέγερση: Επανάσταση των Γαριφάλων.

Η Αστυνομία σκότωσε τέσσερα άτομα προτού παραδοθεί, σε μία από τις λιγότερες αιματηρές εξεγέρσεις της σύγχρονης Ιστορίας. Ο πρωθυπουργός της χούντας Μαρσέλο Καετάνο παραδίδεται στον στρατηγό Σπίνολα, ο οποίος αναλαμβάνει την εξουσία εν ονόματι του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων. Ουσιαστικός αρχηγός όμως των στασιαστών ήταν ο 38χρονος τότε λοχαγός Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο, που είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια στους αποικιακούς πολέμους της Πορτογαλίας στην Αφρική –τόσο στην Ανκόλα όσο και στην Πορτογαλική Γουινέα. Εντάχθηκε στο Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο είχε δημιουργηθεί τον Σεπτέμβριο του ’73 και είχε ως βασικό αίτημα να καταργηθεί ο νόμος 353/73 με τον οποίο η κυβέρνηση του Μαρσέλο Καετάνο έδινε σε πολιτοφύλακες που είχαν ολοκληρώσει ένα μικρό εκπαιδευτικό πρόγραμμα αλλά είχαν πάρει μέρος στους πολέμους της Αφρικής τους ίδιους βαθμούς με τους αποφοίτους των στρατιωτικών ακαδημιών. Ο Καρβάλιο πήρε μέρος στη μεταβατική κυβέρνηση που οδήγησε τη χώρα σε εκλογές ακριβώς έναν χρόνο μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων, απέτρεψε μια απόπειρα πραξικοπήματος τον Μάρτιο του ’75, διεκδίκησε ανεπιτυχώς δύο φορές (1976 και 1980) την προεδρία της χώρας και το 1984 συνελήφθη και κατηγορήθηκε, σε μια δίκη με έντονο πολιτικό άρωμα, αντιπαραθέσεις και φήμες για «εκδίκηση», για σχέσεις με την τρομοκρατική ομάδα Λαϊκές Δυνάμεις 25ης Απριλίου. Το 1989 του δόθηκε αμνηστία.

Τα γεγονότα δημιούργησαν μεγάλη αίσθηση στη γειτονική Ισπανία, όπου η αντιπολίτευση σχεδίαζε την διαδοχή του δικτάτορα Φράνκο ο οποίος πέθανε έναν χρόνο αργότερα, το 1975.

Οσο για τις αφρικανικές αποικίες της Πορτογαλίας, η κατάσταση άλλαξε άρδην. Οι αποικιακοί πόλεμοι είχαν επιβαρύνει οικονομικά τη Λισαβώνα και δημιουργούσαν αντιδράσεις και μέσα στην κοινωνία, καθώς πολλοί νέοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα επειδή ήθελαν να αποφύγουν να υπηρετήσουν σε αυτούς. Μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων και μέχρι το τέλος της χρονιάς τα πορτογαλικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την Πορτογαλική Γουινέα και ακολούθησε η ανεξαρτησία άλλων πορτογαλικών αποικιών την επόμενη χρονιά: Πράσινο Ακρωτήριο, Μοζαμβίκη, Σάο Τομέ και Ανκόλα, ενώ το Ανατολικό Τιμόρ κατελήφθη από την Ινδονησία.

Στις 28 Απριλίου 1974 επιστρέφει στην Πορτογαλία από το Παρίσι ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Μάριο Σοάρες και δύο ημέρες αργότερα από τη Μόσχα ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος Αλβάρο Κουνιάλ. Οι δύο ηγέτες είναι οι ομιλητές στην κεντρική εκδήλωση της Εργατικής Πρωτομαγιάς εκείνης της χρονιάς, που μετατρέπεται σε ογκωδέστατο συλλαλητήριο λαού και Στρατού για τον εορτασμό της Επανάστασης.