«Τρία πάθη απλά αλλά εξαιρετικά ισχυρά κυριαρχούν στη ζωή μου: η λαχτάρα για αγάπη, η αναζήτηση της γνώσης και ο αβάσταχτος οίκτος για τα δεινά της ανθρωπότητας»: η φράση αυτή του βρετανού φιλοσόφου και ειρηνιστή Μπέρτραντ Ράσελ είναι οδηγός για τη Φραντζέσκα Μεγαλούδη, τη μοναδική Ελληνίδα που ζει τους τελευταίους δύο μήνες στη Βόρεια Κορέα.

Εως την Τετάρτη η εξωτερική συνεργάτις του ειδησεογραφικού πρακτορείου IRIN με έδρα την Μπανγκόκ, το οποίο μεταδίδει ανθρωπιστικές ειδήσεις, θα έχει εγκαταλείψει τη χώρα, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι ξένοι πολίτες που ζουν στην πρωτεύουσα Πιονγκγιάνγκ μετά και την προειδοποίηση των Αρχών. Θα πάει στο Πεκίνο. «Προσωρινά, πιστεύω» δήλωνε το Σάββατο, μιλώντας στην ιστοσελίδα των «ΝΕΩΝ».

Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί κανείς να φαντάζεται για την έκρυθμη κατάσταση στη χώρα, η ίδια σημείωσε ότι «η πρωτεύουσα της Βόρειας Κορέας, στην οποία ζουν 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι, δεν θυμίζει σε τίποτα μια πόλη που βρίσκεται σε «πολεμικό πυρετό»». Και πως οι Βορειοκορεάτες είναι, όπως επισήμανε, «αρκετά χαμογελαστοί άνθρωποι και πάντα κοιτάζουν πώς να σε εξυπηρετήσουν. Τουλάχιστον αυτό το συναίσθημα έχω εισπράξει εγώ από τη συναναστροφή μαζί τους τόσο καιρό». Μόλις χθες μάλιστα ανέβασε στο προφίλ της στο facebook φωτογραφία με την ίδια να κάνει ποδήλατο κοντά στον ποταμό Τεντόγκ.

Στη χώρα και στην όμορφη Πιονγκγιάνγκ, όπως η ίδια τη χαρακτηρίζει, έφτασε μόλις τον περασμένο Φεβρουάριο. Κίνηση που δεν παραξένεψε καθόλου όσους γνωρίζουν τη μητέρα ενός 5χρονου αγοριού. Ο χαρακτηρισμός κοσμοπολίτισσα εξάλλου την αντιπροσωπεύει πλήρως. Η κ. Μεγαλούδη θα μπορούσε να έχει μια λαμπρή ακαδημαϊκή καριέρα, ωστόσο αποφάσισε να αφιερώσει την ενεργητικότητά της στους ανθρώπους των τριτοκοσμικών χωρών.

Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και Μεσαιωνική Ιστορία στη Γαλλία. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο μπλογκ της, η εμμονή της για τη Γαλλία την ώθησε να παραμείνει και να κάνει το μεταπτυχιακό στην Περιβαλλοντική Αρχαιολογία στη Σορβόννη. Μια υποτροφία από το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών της Ελλάδας τη βοήθησαν να ολοκληρώσει το διδακτορικό της στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales στο Παρίσι και στην Τουλούζη.

Επειτα από επτά χρόνια στο εξωτερικό, επιστρέφει στη χώρα μας, όπου και αρχίζει να διδάσκει στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο. Το 2008 γίνεται λέκτορας Ευρωπαϊκής Προϊστορίας στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας, στο Περθ. Η ακαδημαϊκή της καριέρα είχε ανοδική πορεία, ωστόσο η ίδια ένιωσε πως όλο αυτό δεν τη γέμιζε πια. Ενα πρωί και με όπλα της την περιέργεια και τη θέληση να είναι «στην άλλη πλευρά της ζωής» αποφάσισε να βρεθεί στην Αφρική, την Ασία και οπουδήποτε θα μπορούσε να δουλέψει δίπλα σε όσους έχουν ανάγκη. Στην απόφαση αυτή, βέβαια, συνέβαλε και το γεγονός ότι είχε εργαστεί στους Γιατρούς του Κόσμου ως συντονίστρια αποστολής στην Ιορδανία.

Οι δυσκολίες δεν την πτόησαν και στα τέλη του 2010 μετακομίζει στην Ουγκάντα, όπου για έναν χρόνο εργάζεται στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα μιας τοπικής οργάνωσης. Εκείνη την περίοδο αρχίζει και το ανθρωπιστικό, όπως το αποκαλεί, ρεπορτάζ. Σε παλαιότερη συνέντευξή της έχει δηλώσει για τη ζωή στην Αφρική ότι «τίποτα δεν είναι όπως το φανταζόμαστε ή το βλέπουμε στην τηλεόραση. Ο γιος μου δεν αρρώστησε ποτέ στην Αφρική, πέρα από τις παιδικές αρρώστιες, οι γιατροί είναι μια χαρά. Ηθελα να δει το παιδί μου ότι υπάρχουν και μαύροι γιατροί και δασκάλες και γι’ αυτό τον πήγαινα σε ένα σχολείο όχι διεθνές αλλά ντόπιο». Δύο χρόνια μετά, εγκαταλείπει την Αφρική για την Ασία και πιο συγκεκριμένα την Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, όπου εργάστηκε για το πρακτορείο IRIN.