Μέσα στην τετράγωνη κατάλευκη αυλή, ο γιατρός με την άψογη θερινή φορεσιά του περιεργαζόταν το τσαλακωμένο και σε μερικές μεριές κιτρινισμένο κοστούμι του ηγέτη.

Η διαδρομή Βαλπαραΐζο – Σαντιάγκο για τον Εριχ ήταν ένας απολογισμός ζωής. Μια έξοδος από τη φυλακή με συνοδό έναν Ναζί, προτού φανεί η επόμενη, που αυτή τη φορά ήταν η έπαυλη Φέλζενσταϊν. Κι αντί να απολογείται στον γερμανό ανακριτή του Χίτλερ ή του Κολ, τα έλεγε τώρα σ’ αυτόν τον γιατρό που η καταγωγή του ήταν η κοιτίδα της ελευθερίας, με την ελπίδα αν όχι να τύχει απαλλαγής, τουλάχιστον να γίνει πιστευτός. Γερμένος στην ψάθινη πολυθρόνα, με τα γυαλιά του να κρέμονται πιασμένα στα δάχτυλα του ενός χεριού και με το χιλιάνικο πουράκι σβηστό στο άλλο χέρι απ’ όπου ξεκινούσε ο ορός για να καταλήξει κρεμασμένος στο στατό, άφηνε τον ιδρώτα μέσα από τα αραιωμένα του μαλλιά να κυλά στο μέτωπό του.

Μα κι ο γιατρός, στριφογυρίζοντας στο κάθισμά του σαν κολασμένος και καπνίζοντας σαν αράπης, προσπαθούσε να βρει ποια θέση του ταίριαζε καλύτερα: του ψυχιάτρου ή του κατασκόπου; Ή μήπως η διαφορά ανάμεσα στα δύο ήταν μικρή;

(Απόσπασμα από το βιβλίο)