Οι επιφυλλίδες από «ΤΑ ΝΕΑ» που ο Θ.Θ. Νιάρχος διάλεξε για το βιβλίο του αφορούν όλες τους μετανάστες. Πρόσφυγες, πολιτικά εκδιωγμένους από τις πατρίδες τους, λαθραίους ή όχι, ο Νιάρχος δεν διστάζει να πάρει το μέρος τους και σχεδόν να τους αποθεώσει.

Ο Θ.Θ.Ν. υποδύεται δύο ρόλους. Από τη μια τον ρόλο του αδέκαστου, εμπαθούς και φλογερού εισαγγελέα και από την άλλη του προικισμένου δικηγόρου που υπερασπίζεται τον πελάτη του με πονηρία, με απώτερο σκοπό να τον αθωώσει. Οι δύο αυτοί ρόλοι εναλλάσσονται χωρίς να το καταλάβεις, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά.

Ο σωκρατικός, μαιευτικός λόγος του Θ.Θ.Ν. ξετυλίγεται δήθεν αθώα για να καταλήξει, χωρίς να το πάρει είδηση κανείς, σ’ ένα δριμύ κατηγορώ. Ακόμα και όταν παρεμβάλλει ένα φαινομενικά άσχετο γεγονός, όπως π.χ. στην επιφυλλίδα του για τις αυτοκτονίες, τη δήλωση της Τίνας Ωνάση ότι «είναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα του κόσμου», ξαφνικά επανέρχεται στο κύριο θέμα γινόμενος ακόμα πιο καταγγελτικός.

«Δεν είναι η πλουτοκρατία, η εξουσία ή η ολιγαρχία ένοχη για την αδιαφορία τους, για την τραγωδία των προσφύγων αλλά εμείς οι ίδιοι» είναι το λάιτ μοτίβ που κάθε τόσο επιστρέφει στις σελίδες του βιβλίου. Και θα ήταν ενοχλητική η επί χάρτου επανάληψη αυτή, αν δυστυχώς δεν συνοδευόταν από επαναλήψεις στην ίδια τη ζωή που δεν έχουν τέλος.

Διαβάζω μια άλλη σκέψη του Θ.Θ.Ν.: «Μοιραζόμαστε όλοι μας τα ίδια ακριβώς «μειονεκτήματα» και τα ίδια ακριβώς «προσόντα», και αν φαντάζεται κανείς πως ένας ελβετός επιχειρηματίας είναι λιγότερο ή καθόλου επικίνδυνος, σε σχέση μ’ έναν πακιστανό πρόσφυγα και μετανάστη, κακό του κεφαλιού του».

Εντύπωση κάνει η ακροτελεύτια παράγραφος μιας από τις επιφυλλίδες. Γράφει ο Νιάρχος: «Οταν απαξιώνεται η ζωή στο πρόσωπο των λαθρομεταναστών, η τέχνη με τη σειρά της θα απαξιώσει τον εαυτό της με το να κάνει δήθεν πρωτοποριακά πράγματα, γιατί βαθύτερα είναι η ανημπόρια της να βοηθήσει που την βασανίζει».

Σπάνια η συγκέντρωση σκόρπιων επιφυλλίδων από τον καθημερινό Τύπο σ’ έναν τόμο παρουσιάζει τόση ομοιογένεια χωρίς να χάνει την υψηλή θερμοκρασία της. Θα έλεγε κανείς ότι ο Νιάρχος έγραψε τα κείμενα αυτά επίτηδες, με σκοπό ν’ αποτελέσουν έναν τόμο.

Πουθενά, δεν εννοώ σε αυτό το βιβλίο αλλά γενικά στις συζητήσεις που γίνονται κάθε φορά για τους μετανάστες, λαθραίους ή όχι, δεν θίγεται το θέμα της γλώσσας.

Η δική μου γλώσσα έχει μαλλιάσει: το κέρδος που έχουμε να δανείζουμε την ελληνική γλώσσα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, είτε έρχονται από την Ανατολική Ευρώπη είτε από την Ασία είτε από την Αφρική, είναι ανυπολόγιστο. Ποτέ άλλοτε, τουλάχιστον στα νεότερα χρόνια, η γλώσσα μας δεν γνώρισε τέτοια διάδοση. Στη γειτονιά μου, η Δημοτική Αγορά Κυψέλης που φιλοξενούσε σχολείο μεταναστών έκλεισε.

Το κύμα των μεταναστών σήμερα μου θυμίζει το κύμα των προσφύγων από τη Μικρά Ασία το ’22 και τους φόβους τής τότε κοινωνίας για τις «παστρικές». Ετσι αποκαλούσαν τις γυναίκες που λούζονταν συχνά στη Μικρά Ασία σε αντίθεση με τις γυναίκες στην Ελλάδα που δεν θεωρούσαν απαραίτητη την τόση καθαριότητα του σώματος. Με αποτέλεσμα η λέξη παστρικιά να έχει πάρει σημασία ιερόδουλης.

Οποιοσδήποτε σηκωθεί να διαμαρτυρηθεί «Τι μας λες τώρα, αυτοί οι άνθρωποι, οι μετανάστες δηλαδή, μας έχουν κάνει τη ζωή δύσκολη, μας έχουν ταλαιπωρήσει κι έχουμε κινδυνέψει εξαιτίας τους», ο Θ.Θ. Νιάρχος έχει τον τρόπο να τον αποστομώνει, αποδεικνύοντας με την ιδιαίτερη συλλογιστική του ότι εμείς οι βολεμένοι ημεδαποί φέρνουμε το βάρος και την ευθύνη για την οποιαδήποτε παρεκτροπή και ότι κοντεύουμε να χάσουμε την ανθρωπιά μας.

Αυτή η πτυχή δεν αναιρεί την ευθύνη της Πολιτείας να πάρει μέτρα ώστε να προστατεύσει τόσο εκείνους όσο και εμάς. Δεν είναι εύκολο για όποιον έχει τη σχετική αρμοδιότητα να είναι συγχρόνως ρεαλιστής και συνάμα άνθρωπος. Οσο ευνοϊκοί κι αν στεκόμαστε σε σχέση με τους μετανάστες, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τηρούμε και μια κριτική στάση απέναντί τους. Και οπωσδήποτε να μη βαφτίζουμε την επιχείρηση εκκαθάρισης των μεταναστών «Ξένιος Ζευς». Είναι ντροπή.

Την ευαισθησία του Νιάρχου και πόσο τον απασχολούν οι άνθρωποι που δεν εντάσσονται εύκολα στην κοινωνία επιβεβαιώνει και μια επιφυλλίδα του στα «ΝΕΑ» με τον τίτλο «Η χαμένη τρυφερότητα». Εκεί περιγράφεται μια σκηνή του δρόμου με δύο νεαρούς ταλαιπωρημένους από τα ναρκωτικά αλλά ωστόσο όμορφους, όπου ο ένας κάνει μασάζ στο πονεμένο πόδι του φίλου του με άπειρη τρυφερότητα. Ο Νιάρχος τούς χαρακτηρίζει όχι μόνον ωραίους αλλά γοητευτικούς και ερωτικούς. Κι αναρωτιέται: «Γιατί μόνον όταν νιώθουμε ανήμποροι μας επιτρέπεται να εκφραζόμαστε στοργικά, ή να δεχόμαστε τη στοργή των άλλων, ενώ ως δυνατοί η στοργή μοιάζει στα μάτια μας περίπου προσβλητική;».