Μπορεί οι Έλληνες καταναλωτές να δηλώνουν την ευαισθησία τους για το περιβάλλον και τα δασικά οικοσυστήματα, αλλά πολλοί είναι αυτοί που δεν έχουν ακούσει ποτέ στο παρελθόν τις φράσεις «αειφορική διαχείριση δασών», «πιστοποίηση αειφορικής διαχείρισης» και «πιστοποιημένα προϊόντα ξύλου».

Τα παραπάνω προκύπτουν από την πρώτη έρευνα συμπεριφοράς των καταναλωτών για πιστοποιημένα προϊόντα ξύλου, στην Ελλάδα, που εκπόνησε ο Δρ. Ελευθέρος Κόλλιας, δασολόγος – περιβαλλοντολόγος, γεωπόνος – γεωργοοικονομολόγους και περιφερειολόγος, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής, με υπεύθυνο καθηγητή τον διευθυντή του εργαστηρίου δασικής οικονομικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) Αθανάσιο Χριστοδούλου.

Η έρευνα αφορά 257 καταναλωτές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη – τυχαίο δείγμα το οποίο λήφθηκε με την εφαρμογή της δειγματοληψίας των «εμπορικών κέντρων» (Shopping Center Sampling), η οποία είναι μια σχετικά νέα μέθοδος δειγματοληψίας που χρησιμοποιείται ευρέως σε έρευνες μάρκετινγκ και άλλα επιστημονικά ερευνητικά πεδία. Σχετικά με τις επιχειρήσεις, έγινε απογραφή (οχι δειγματοληψία). Συμμετείχαν οι 98 μεγαλύτερες επιχειρήσεις τεχνητής ξυλείας και επίπλων της χώρας μας, σύμφωνα με τα οικονομικά τους στοιχεία, όπως προκύπτουν απο την ICAP.

Όπως αναφέρει ο κ. Κόλλιας, η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα (95%), δηλώνουν ακόμα ότι μεταξύ δύο εντελώς ίδιων ξύλινων προϊόντων ίδιας τιμής, θα επέλεγαν να αγοράσουν εκείνο που προέρχεται από αειφορικά διαχειριζόμενα δάση και έχει σχετικό περιβαλλοντικό σήμα, από το αντίστοιχο που είναι άγνωστης προέλευσης. Ακόμη, 7 στους 10 Έλληνες καταναλωτές, διατίθενται να δώσουν 5% έως 10% περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν πιστοποιημένα ξύλινα έπιπλα και πιστοποιημένα ξύλινα προϊόντα δομικών κατασκευών, τα οποία φέρουν ανάλογο σήμα προέλευσης και κατεργασίας.

Η τυπολογία των Ελλήνων καταναλωτών πιστοποιημένων προϊόντων ξύλου κατέδειξε, σύμφωνα με την έρευνα, τέσσερις συστάδες (ομάδες). Αυτούς που «δεν γνωρίζουν, δεν πληρώνουν παραπάνω και δίνουν σημασία στην τιμή», αυτούς που «δεν γνωρίζουν, πληρώνουν λίγο παραπάνω και δεν δίνουν καμία σημασία στην περιβαλλοντική φιλικότητα» των προϊόντων, αυτούς που «δεν γνωρίζουν, αλλά διαθέτουν 5-10% επιπλέον χρήματα και δίνουν μεγάλη σημασία, κυρίως στην τιμή» και αυτούς που είναι γνώστες, διαθέτουν 5-10% επιπλέον χρήματα και δίνουν μεγάλη σημασία στη σχέση τιμή προς φιλικότητα.

Ακόμα, διαπιστώνεται ότι οι επιχειρήσεις ξύλου δεν ασχολούνται με την επεξεργασία και εμπορία πιστοποιημένων προϊόντων ξύλου, αν και γνωρίζουν σχετικά. Πιστεύουν ότι οι πελάτες τους θα ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν από 0 μέχρι 5% περισσότερα χρήματα, για να αγοράσουν πιστοποιημένα ξύλινα προϊόντα δομικών κατασκευών και πιστοποιημένα ξύλινα έπιπλα.

Οι επιχειρήσεις ξύλου θεωρούν, επίσης, ότι χρειάζεται να εφαρμοσθεί και στη χώρα μας ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο σύστημα δασικής πιστοποίησης και αειφορικής προέλευσης των προϊόντων ξύλου, με βασικά χαρακτηριστικά του την αποτελεσματικότητα ως προς τη διαχείριση των δασών της χώρας μας, την οικονομική εφικτότητα, την ευρύτητα εφαρμογής του και την αναγνωρισιμότητά του, καθώς και την αποδοχή του από καταναλωτικές και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Ακόμη, θεωρούν ιδιαίτερα σημαντική τη συμμετοχή της Δασικής βιομηχανίας – εμπορίου, των Επιστημονικών Δασικών Ιδρυμάτων, των Ιδιοκτητών δασών, των Κρατικών Δασικών Αρχών, καθώς και των περιβαλλοντικών και καταναλωτικών οργανώσεων, στη δημιουργία του Ελληνικού συστήματος Δασικής Πιστοποίησης και αειφορικής προέλευσης των προϊόντων ξύλου.

Οι περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις διαθέτουν κάποιο σύστημα πιστοποίησης κατά I.S.O. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι περισσότερο ενημερωμένες, περισσότερο προβληματισμένες με τη δασική πιστοποίηση και τα πιστοποιημένα προϊόντα ξύλου και δηλώνουν ταχύτερη προσαρμογή στις επερχόμενες εξελίξεις. Είναι δε αυτές οι επιχειρήσεις, που έχουν ασχοληθεί μέχρι σήμερα με τα προϊόντα αυτά. Αντίστοιχα χαρακτηριστικά και απόψεις, όπως αυτά μεταξύ των επιχειρήσεων με I.S.O. – και χωρίς – εμφανίζουν και οι επιχειρήσεις τεχνητής ξυλείας, σε σχέση με τις επιχειρήσεις επίπλων.

Η εικόνα σήμερα

Μετά τη μεγάλη υποβάθμιση που υπέστησαν τα δάση του πλανήτη τα τελευταία χρόνια, η αναγκαιότητα διαχείρισής τους, με βάση την αειφορία, έγινε αποδεκτή από τις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η εμφάνιση της δασικής πιστοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του ’90, μετατοπίζει την πίεση για τη σωτηρία των τροπικών δασών από τις Κυβερνήσεις, στην αγορά και τους καταναλωτές. Τα συστήματα δασικής πιστοποίησης που έχουν κυριαρχήσει, PEFC και FSC, εμφανίζουν πολλές ομοιότητες, αλλά και σημαντικές διαφορές, όπως η προέλευση των κριτηρίων, η διαπίστευση των φορέων πιστοποίησης, το κόστος της δασικής πιστοποίησης, καθώς και ποιος φορέας λαμβάνει την πρωτοβουλία συγκρότησης Εθνικού φορέα πιστοποίησης. Τα πιστοποιημένα προϊόντα ξύλου, που προέρχονται από αειφορικά διαχειριζόμενα δάση, έχουν εμφανισθεί στην παγκόσμια και στην ευρωπαϊκή αγορά.