Δεν έχει ακόμη επαρκώς μελετηθεί αν η μεγάλη ζήτηση αλλά και προσφορά ιστορικού μυθιστορήματος σημαίνει διάθεση για επιβεβαίωση των στερεοτύπων ή συνειδητή ή ασυνείδητη αμφισβήτησή τους. Είναι όμως γεγονός ότι έχει να κάνει με την ταυτότητα του σύγχρονου Ελληνα που, έπειτα από 150 χρόνια αγώνων για ελευθερία και δημοκρατία, μπήκε μεταπολιτευτικά σε ένα ξέφωτο γρήγορου εξευρωπαϊσμού και ευμάρειας, έστω και με τις γνωστές συνέπειες.

Το πλατύ ελληνικό κοινό, πιο ελεύθερο από άλλους περισπασμούς, εισήλθε σε έναν άλλο κύκλο αναζήτησης της ρίζας του, κάτι το οποίο αντανακλάται σαφώς στη λογοτεχνική παραγωγή. Το ιστορικό μυθιστόρημα παίζει εδώ έναν πολλαπλό ρόλο: κοντράρει, άλλοτε ειλικρινά άλλοτε ψευδεπίγραφα, κυρίαρχες αφηγήσεις, εκλαϊκεύει μια ιστορική επιστήμη που έχει γίνει αρκετά δυσπρόσιτη χάριν της εξειδίκευσης, ενώ καλύπτει με κάποιον τρόπο και κενά που στην περίπτωση της αχανούς ελληνικής ιστορίας είναι θηριώδη.

Οι παλαιότεροι, από τον Αλέξανδρο-Ρίζο Ραγκαβή ο οποίος θεωρείται ότι έγραψε το πρώτο ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα («Ο Αυθέντης του Μωρέως») έως τους κατοπινούς, τον Αγγελο Τερζάκη, τον Τάσο Αθανασιάδη, τον Αγγελο Βλάχο, τον Ρόδη Ρούφο κ.ά., αναζήτησαν, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, το επικό στοιχείο του ελληνικού αφηγηματικού νήματος σε έναν πάνω – κάτω παπαρρηγοπουλικής αντίληψης ιστορικό χρόνο.

Ακολούθησαν και άλλοι καλοί υπηρέτες του είδους, όπως η Αθηνά Κακούρη. Ενώ περιπτώσεις όπως της Ρέας Γαλανάκη ή της Μάρως Δούκα προκάλεσαν ρήγματα στον τρόπο αντιμετώπισης της Ιστορίας από τη λογοτεχνία, φέρνοντας νέο αέρα στο τοπίο αυτό.

Τελευταία, πάλι, έχουμε ένα άλλο φαινόμενο που παίρνει διαστάσεις. Τις πολλαπλές αφηγήσεις στο ίδιο βιβλίο για ένα πρόσωπο της πρόσφατης πολιτικής ή κοινωνικής ιστορίας: είναι η περίπτωση του Παγκρατίδη όπως την έπιασε ο Θωμάς Κοροβίνης, του Πολκ από τη Σοφία Νικολαΐδου, του Στεργιάδη (ύπατου αρμοστή της Σμύρνης) από την πρωτοεμφανιζόμενη Σωτηρία Μαραγκοζάκη και του Αλέξανδρου Σχινά με τον ιδιαίτερο τρόπο της Αρίστης Προυσσιώτη. Αυτού του είδους η αφήγηση έχει μικρότερες εμπορικές φιλοδοξίες, με τις πολλαπλές αφηγήσεις όμως προσπαθεί να υπονομεύσει πολύ πιο δραστικά τις κυρίαρχες, κρατικές ή εθνικές αφηγήσεις.

Αλλοι συγγραφείς, πάλι, συνεχίζουν να καλλιεργούν και να εξελίσσουν την παραδοσιακή γραμμική αφήγηση, η οποία έχει και πολύ μεγαλύτερη απήχηση. Τέτοια είναι η περίπτωση, λ.χ., του δημοσιογράφου-συγγραφέα Γιώργου Λεονάρδου, τέτοια είναι και η περίπτωση του Γιάννη Καλπούζου, του οποίου μόλις κυκλοφόρησε το τρίτο μυθιστόρημα. Ο Καλπούζος εντυπωσίασε με το «Ιμαρέτ: στη σκιά του ρολογιού», το πρώτο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 2008, πήρε Βραβείο Αναγνωστών και πούλησε 70.000 αντίτυπα. Το δεύτερο, «Αγιοι και δαίμονες: εις ταν Πόλιν», κυκλοφόρησε το 2011 και έχει φτάσει τα 40.000 αντίτυπα. Με το τρίτο, την «Ουρανόπετρα», δημιουργεί ένα τρίγωνο ελληνικών τόπων: Αρτα, Κωνσταντινούπολη και τώρα Κύπρος. Η Κύπρος που σπάνια πρωταγωνιστεί σε ελληνικά μυθιστορήματα είναι η αφετηρία αυτού του βιβλίου που κινείται σε δύο χρόνους. Ο πρώτος είναι το 1570, με πρωταγωνιστή έναν φτωχό άνθρωπο, τον Γερόλεμο, στη φωτιά μιας μεγάλης αλλαγής: του περάσματος της κυριαρχίας του νησιού από τους Ενετούς στους Οθωμανούς. Ο δεύτερος χρόνος είναι δώδεκα γενιές μετά, γύρω στο 1880, με το πέρασμα της κυριαρχίας από τους Οθωμανούς στους Αγγλους.