Η συζήτηση για το αν αποτελεί στοιχείο της έννοιας της δημοκρατίας η προστασία της από τους εχθρούς της ή, αντιθέτως, η προστασία ακόμη και των ίδιων των εχθρών της, είναι ατέρμων. Κάθε δημοκρατικό Σύνταγμα ρητά ή σιωπηρά εμπλέκεται με τον τρόπο του στη συζήτηση αυτή, η οποία, όπως επισήμανε ο Ευ. Βενιζέλος, φέρνει τη «δημοκρατία αντιμέτωπη με τον πυρήνα της».

Ορισμένα Συντάγματα, όπως το γερμανικό Σύνταγμα του 1949, υιοθετούν το πρότυπο της «προστατευόμενης δημοκρατίας», δηλαδή περιλαμβάνουν διατάξεις που προστατεύουν τη δημοκρατία ex ante, θεωρώντας αντισυνταγματικά τα πολιτικά κόμματα που αντιτίθενται ιδεολογικά στις θεμελιώδεις δημοκρατικές αρχές και επιτρέποντας τη δικαστική διάλυση των κομμάτων αυτών εκ μόνου του λόγου τούτου.

Το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα υιοθετεί αντιθέτως ένα πρότυπο «ανοικτής δημοκρατίας», στο πλαίσιο του οποίου η ιδεολογικο-προγραμματική διαφωνία με το ισχύον συνταγματικό καθεστώς είναι κατ’ αρχήν μια νόμιμη στάση των πολιτικών κομμάτων. Υπό έναν όμως απαράβατο συνταγματικό όρο, τον οποίο θεσπίζει το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.: η μέθοδος της πολιτικής τους δράσης να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το άρθρο 29 παρ. 1 Συντ. απαγορεύει στην ουσία μόνο ένα πράγμα: τη χρήση βίας ή την υποκίνηση σε χρήση βίας στην πολιτική. Κατά το Σύνταγμά μας, ένα πολιτικό κόμμα είναι αντισυνταγματικό όταν η δράση του έχει ως αντικείμενο τη διάπραξη ή την υποκίνηση εγκληματικών ενεργειών, ιδίως δε όταν οι ενέργειες αυτές προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, Ελλήνων ή αλλοδαπών, δηλαδή όλων όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια.

Η διάπραξη τέτοιων ενεργειών από βουλευτές ή ηγετικά στελέχη του κόμματος, η μη αποδοκιμασία εκ μέρους της ηγεσίας του κόμματος αντίστοιχων ενεργειών στις οποίες εμπλέκονται μέλη ή οπαδοί του, η φανερή ή κεκαλυμμένη συνεργασία του κόμματος με άλλες ομάδες ή οργανώσεις που δρουν συστηματικά με βίαιο τρόπο, η χρησιμοποίηση συμβόλων ή μηνυμάτων ή άλλων στοιχείων που ταυτίζονται με τη βία, αποτελούν ορισμένα, αν και όχι τα μόνα, στοιχεία που θα μπορούσε να λάβει υπ’ όψιν του ο κοινός νομοθέτης για να καθορίσει τα κριτήρια της απαγόρευσης ενός πολιτικού κόμματος.

Ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο