Το φοιτητικό κίνημα γεννήθηκε και αναπτύχθηκε με βάση το κίνημα των υπογραφών και προσφυγών ενάντια στα χουντικά ΔΣ των φοιτητικών συλλόγων. Το αίτημα ήταν η σύγκληση Γενικών Συνελεύσεων και η διενέργεια εκλογών. Η συλλογή υπογραφών ήταν πράξη αντίστασης, διότι η χούντα (ορθά) τις θεωρούσε απειλή για την ίδια την ύπαρξή της, με την έννοια ότι άνοιγε ο ασκός του Αιόλου. Αποτέλεσμα: μια απλή υπογραφή σήμαινε απειλές και ξυλοδαρμούς, και αυτό συνέβη σε όχι λίγες περιπτώσεις –παρά ταύτα, μόνο δύο από τους 156 που υπέγραψαν το πρώτο κείμενο στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης απέσυραν τις υπογραφές τους. Ετσι, σε μένα τουλάχιστον, ηχεί τελείως γελοίο το σημερινό σύνθημα «Η χούντα δεν τελείωσε το ’73», το οποίο γίνεται γελοιωδέστερο όταν δικαιολογείται με το επιχείρημα ότι λέγεται «συμβολικά».

Ωστόσο η πολιτικοποίηση υπήρξε ραγδαία, και πολύ γρήγορα επικράτησε η άποψη ότι το ελάχιστο προαπαιτούμενο για όλα ήταν να απαλλαγεί η χώρα από τη χούντα. Μέσα στο κλίμα αυτό, και σε συνδυασμό με έναν έκδηλο ριζοσπαστισμό, δεν είναι καθόλου δυσερμήνευτη η ανάγκη να μορφωθούμε (εμείς οι πολιτικά και πολιτιστικά «αναλφάβητοι»), πρακτικά μόνοι μας, και να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις γνώσεις τόσο στις ιδεολογικοπολιτικές μας αντιπαραθέσεις όσο και στη χάραξη της «στρατηγικής» μας. Το τι ειπώθηκε σε αυτές τις συζητήσεις, ας το αφήσουμε καλύτερα για μιαν άλλη φορά…

Ο Ν. 1268/82 για τα ΑΕΙ υπήρξε ορόσημο για τα πανεπιστήμια. Κατάργησε τον αναχρονιστικό θεσμό της «έδρας», επέβαλε τη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση, άνοιξε τις πόρτες των Ιδρυμάτων σε αξιόλογους επιστήμονες. Ωστόσο, ταχύτερα από όσο θα ανέμενε κανείς, άρχισαν να εμφανίζονται εκφυλιστικά φαινόμενα και, δυστυχώς, χάθηκε πολύτιμος χρόνος.

Το πανεπιστήμιο πρέπει να ξαναγίνει χώρος έρευνας και εκπαίδευσης. Χρειάζεται να αποκατασταθεί η ακαδημαϊκότητα, να επικρατήσει ατμόσφαιρα επιστημονικής παραγωγής, δημιουργίας και αντιπαράθεσης ιδεών. Το πανεπιστήμιο πρέπει να πρωτοστατήσει στην ανόρθωση της χώρας, βρίσκοντας σύντομα μια ισορροπία μεταξύ δημοκρατικής λειτουργίας και αποτελεσματικότητας. Και θα πρέπει να καταλάβουμε, εμείς οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ότι το τι κάνουμε και το πώς συμπεριφερόμαστε εκτός των αιθουσών διδασκαλίας αποτελούν επίσης «σχολείο» για τους φοιτητές μας.

Οποιος, λέγοντας «γενιά του Πολυτεχνείου», εννοεί όσους συμμετείχαν ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα, οφείλει τουλάχιστον να γνωρίζει ότι οι μεγάλοι αριθμοί είναι μύθος της μεταπολίτευσης. Οσοι συμμετείχαν ενεργά ήταν λίγοι. Αν από αυτούς αφαιρεθούν πολλοί που αποτραβήχτηκαν οικειοθελώς από τα κοινά, μένουν ελάχιστοι ώστε να υποστηριχθεί πειστικά ότι συνετέλεσαν στην ηθική κατάρρευση της σύγχρονης Ελλάδας.

Μία άλλη εκδοχή, και ίσως ορθότερη, θεωρεί ως γενιά του Πολυτεχνείου όλους τους νέους της εποχής, οι οποίοι μετά τη μεταπολίτευση στελέχωσαν μαζικά τις πολιτικές νεολαίες. Καλώς ή κακώς, όμως, «με όποιον δάσκαλο καθήσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις». Το 1974, σωστά γιατί δεν γινόταν κι αλλιώς, την εξουσία εντός και εκτός κομμάτων κατέλαβαν πολιτικοί (διανοούμενοι, δημοσιογράφοι κ. ο. κ.) της προδικτατορικής περιόδου, με τα καλά και τα κακά τους. Αυτοί ήταν οι δάσκαλοί μας, από αυτούς μάθαμε πολιτικά γράμματα. Αυτή είναι μια μη ασήμαντη παράμετρος που δεν μπορεί να την αγνοήσει κανείς. Παρά ταύτα, πιστεύω πως τα κάναμε (λίγο) θάλασσα. Το φοιτητικό κίνημα έβγαινε από τη δικτατορία με πολύ μεγάλο κύρος και ισχύ. Ημασταν επίσης ζαλισμένοι από την «ελευθερία» που επιτέλους νιώθαμε. Δεν μπορέσαμε να διαχειριστούμε ούτε την ισχύ ούτε την ελευθερία μας. Δεν αποδίδω κατηγορίες, διαπίστωση κάνω. Εν πάση περιπτώσει, οι εκ των υστέρων αναλύσεις που αποδίδουν ευθύνες, αγνοώντας την ατμόσφαιρα, τις δεσπόζουσες ιδέες μιας εποχής (και ότι νέοι ήμασταν, βρε αδελφέ…) είναι, αν μη τι άλλο, εσφαλμένες.

Ο Κ. Π. Αναγνωστόπουλος είναι καθηγητής στο ΔΠΘ, πρόεδρος – γενικός διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρωπίνου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ)