Το φοιτητικό κίνημα της περιόδου 1972-73 παρουσίαζε μια μείξη της ελληνικής αριστερής παράδοσης με στοιχεία των κινημάτων της νεολαίας στη Δύση. Στην αιχμή των διεκδικήσεών μας ήταν τα αιτήματα για δημοκρατία –ξεκινώντας από τις στοιχειώδεις δημοκρατικές ελευθερίες στα πανεπιστήμια (όπως για παράδειγμα το δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές στους φοιτητικούς συλλόγους) –και εθνική ανεξαρτησία, όπως αυτή γινόταν αντιληπτή μέσα από την αντίθεση ιδίως στις αμερικανικές παρεμβάσεις στην Ελλάδα, στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου. Ομως, ταυτόχρονα, το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα ζούσε στον απόηχο των κινημάτων της νεολαίας που συγκλόνισαν την Ευρώπη (με τον γαλλικό «Μάη του ’68»), τις ΗΠΑ και άλλες περιοχές του κόσμου στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το πνεύμα της αμφισβήτησης ήταν στοιχείο έμπνευσης για μας, που ζούσαμε αυτό τον αναβρασμό με κάποια χρονική καθυστέρηση λόγω της δικτατορίας. Στις ελληνικές συνθήκες αυτό εκφράστηκε με μια ριζική κριτική αντίθεση σε θεσμούς, νοοτροπίες και αξίες του μετεμφυλιακού κράτους και της συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας.

Στο κλίμα αυτό, η γνώση αναγνωριζόταν ως μια χρήσιμη και απαραίτητη δύναμη κοινωνικής προόδου, αλλαγής, αλλά και προσωπικής εξέλιξης. Ιδιαίτερα δημοφιλής ήταν επίσης η επιταγή να συνδεθεί η εκπαίδευση με τις ανάγκες της παραγωγής και της κοινωνίας –με ό,τι αυτό σήμαινε την εποχή εκείνη. Ειδικότερα, η αναζήτηση της γνώσης για την κοινωνία συνδέθηκε με τη γνωριμία «απαγορευμένων καρπών» (όπως τα έργα του Μαρξ και ευρύτερα της μαρξιστικής παράδοσης, συχνά με μια έντονα δογματική προσέγγιση) ή/και με τη μελέτη της ελληνικής Ιστορίας από μια διαφορετική σκοπιά, που είχε στο επίκεντρο μια διαφορετική (από την καθιερωμένη) θεματολογία. Σε αυτή τη συναρπαστική αναζήτηση μπαίναμε με την αντίληψη ότι μελετούμε την Ιστορία για να καταλάβουμε καλύτερα τι μας συμβαίνει και για να αναπτύξουμε την ανάλογη δραστηριότητα.

Είναι φυσιολογικό, με τόσες ανατροπές, που στο μεταξύ συνέβησαν, πολλά από όσα τότε ονειρευτήκαμε να μην έχουν πραγματοποιηθεί. Αλλα, που τελικά πραγματοποιήθηκαν, κατέληξαν σε μιαν αποτυχία. Αρκετά πάντως έγιναν, πέτυχαν και εν μέρει ξεπεράστηκαν στην πορεία από τα πράγματα. Η ζωή προχωρά, δεν σήμανε το τέλος της Ιστορίας, ούτε το πέρας των κοινωνικών και δημοκρατικών αγώνων. Είναι όμως βέβαιο ότι εκτός από δικαιώματα υπάρχουν και υποχρεώσεις, εκτός από τη συλλογική ευθύνη υπάρχει και η προσωπική ευθύνη, εκτός από την ευθύνη της πολιτικής υπάρχει και η ευθύνη της κοινωνίας. Και πάντως, δημοκρατικές επιδιώξεις σε μια δημοκρατική κοινωνία δεν συνδέονται με αντιδημοκρατικές πρακτικές.

Αναφορικά με το είδος του πανεπιστημίου που διεκδικούμε, σίγουρα, δεν μας χρειάζεται ένας οργανισμός απλής πιστοποίησης τίτλων. Η ελληνική κοινωνία χρειάζεται ένα πανεπιστήμιο φορέα αλλαγής για μια κοινωνία και μια οικονομία που να βάζει στο επίκεντρό της την παραγωγή και την αξιοποίηση της γνώσης για όλους και παντού. Αλλωστε, αυτός είναι και ο μόνος δρόμος αν θέλουμε να μείνουμε στον χώρο των ανεπτυγμένων χωρών. Πρέπει γρήγορα να βαδίσουμε «από τα χαρτιά… στα γράμματα», από την τυπική απόκτηση τίτλων σπουδών στην πραγματική σπουδή και στην ενθάρρυνση της δημιουργικής πρωτοβουλίας.

Η «γενιά του Πολυτεχνείου» ήταν μια σχετικά ολιγάριθμη –μερικές χιλιάδες σε όλη την Ελλάδα –ομάδα νέων ανθρώπων που στις δύσκολες συνθήκες της εποχής αλλά και στο κλίμα ελπίδας που διαμορφώθηκε στα πανεπιστήμια την περίοδο 1972-73 κινητοποιήθηκε, πολλές φορές και με άγνοια κινδύνου, για μια καλύτερη προοπτική. Είμαστε όμως και μια τυχερή γενιά –είδαμε να πραγματοποιούνται γρήγορα οι βασικοί στόχοι του κινήματός μας. Εξάλλου, και σε αντίθεση με τις εύκολες και ισοπεδωτικές κριτικές, η μεταπολιτευτική Ελλάδα (παρά τις παθογένειες, τις υστερήσεις και τα σοβαρά προβλήματά της) ήταν ασύγκριτα καλύτερη από τη χουντική και τη μετεμφυλιακή-προδικτατορική Ελλάδα, με την εξαίρεση ίσως του μικρού διαλείμματος της βραχείας «δημιουργικής δεκαετίας» του 1960. Σε κάποιες, μάλιστα, περιόδους του μεταπολιτευτικού βίου της, όπως έγραφε ο Γιάννη Βούλγαρης, φάνηκε «η Ελλάδα να προχωράει ταχύτερα από τους Ελληνες».

Ο Γιάννης Καλογήρου είναι καθηγητής στο ΕΜΠ