Οι αποδοχές των δικαστών

Βασιλική Θάνου Χριστοφίλου

Αρεοπαγίτης, προέδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Στο φύλλο των «ΝΕΩΝ» του Σαββατοκύριακου 21-22 Ιουλίου 2012 δημοσιεύεται άρθρο του δημοσιογράφου κ. Γιώργου Παπαχρήστου (σελ. 9), στο οποίο γίνεται αναφορά με ύφος και τρόπο ειρωνικό και προσβλητικό για τους δικαστές και με σοβαρές ανακρίβειες σχετικά με τις αποδοχές τους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και να προκαλείται στους έλληνες πολίτες εχθρική διάθεση κατά των δικαστών, και κατ’ ακολουθίαν να κλονίζεται η εμπιστοσύνη τους προς τους λειτουργούς της δικαστικής εξουσίας.

Οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας όπως ορίζει το Σύνταγμα και για την προστασία της ανεξαρτησίας τους διασφαλίζονται και οι αποδοχές τους, επίσης από το Σύνταγμα, το οποίο στο άρθρο 88 παρ. 2 προβλέπει ότι «οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους». Παρά τη συνταγματική αυτή κατοχύρωση, στα πλαίσια της εφαρμογής των μέτρων λιτότητας, οι δικαστές έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες περικοπές (ποσοστό 38%), ενώ οι πραγματικές περικοπές είναι ακόμη μεγαλύτερες, εάν συνυπολογισθεί η κατάργηση της χωριστής φορολόγησης, η αύξηση του φορολογικού συντελεστή κ.λπ., με αποτέλεσμα ο νέος πρωτοδίκης να έχει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 2.000 ευρώ. Με δεδομένο επίσης ότι ο δικαστής έχει συχνές μεταθέσεις (σε κάθε προαγωγή του στον επόμενο βαθμό), ότι κωλύεται να υπηρετήσει στον τόπο της καταγωγής του και ότι απαγορεύεται (και ορθώς) να ασκήσει παράλληλα οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα, καθίσταται σαφές ότι οποιαδήποτε νέα μείωση του μισθολογίου του είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, αφού οι αποδοχές του δικαστή παύουν να είναι ανάλογες με το λειτούργημά του.

Τέλος, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, προβλέπεται Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (Μισθοδικείο) στο οποίο ως μειοψηφία συμμετέχουν δικαστές (συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστές, τρεις καθηγητές Πανεπιστημίου και τρεις δικηγόρους) και το οποίο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για την εκδίκαση των αξιώσεων των δικαστών, των σχετικών με τις αποδοχές τους. Είναι, επομένως, απολύτως ανακριβές το αναγραφόμενο στο ως άνω δημοσίευμα της εφημερίδας σας, ότι δήθεν ο δικαστής μπορεί να προσφύγει σε οποιοδήποτε δικαστήριο της χώρας, όπου δήθεν θα δικαιωθεί από τον συνάδελφό του.

Απορία δημιουργεί το γεγονός ότι ορισμένοι δεν ενοχλούνται από τις υψηλές αποδοχές κάποιων προέδρων οργανισμών ή επιτροπών, ενοχλούνται όμως εάν ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου έχει αποδοχές που του εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση, όπως επίσης δεν ενοχλούνται όταν υπουργοί άλλων υπουργείων εκφράζονται υπέρ της μη περικοπής του ειδικού μισθολογίου των υπαγομένων στο υπουργείο τους, ενοχλούνται όμως και αντιδρούν έντονα όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης αναφέρεται στο συνταγματικά κατοχυρωμένο μισθολόγιο των δικαστών.

Οι έλληνες δικαστές δεν συναρτούν την άσκηση των καθηκόντων τους από το ύψος των αποδοχών τους. Ασκούν ένα λειτούργημα υψηλό, επαχθές και ψυχοφθόρο, εργαζόμενοι σε συνθήκες αντίξοες (μεγάλα κενά οργανικών θέσεων δικαστών και υπαλλήλων, έλλειψη τεχνολογικών υποδομών κ.λπ.) και κάτω από μεγάλο φόρτο εργασίας, απασχολούμενοι και στο σπίτι τους κατά τις αργίες και τις εορτές. Και θα εξακολουθήσουν να ασκούν το λειτούργημά τους, κατά τρόπο ανεξάρτητο και υπερήφανο. Πρέπει όμως να αποφεύγονται προσπάθειες τραυματισμού της Δικαιοσύνης και κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους λειτουργούς της, οι οποίοι, αγωνιζόμενοι για την εφαρμογή του δικαίου, διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος και επίσης εξασφαλίζουν την κοινωνική ηρεμία και κατ’ ακολουθίαν διευκολύνουν και την επιδιωκόμενη οικονομική ανάπτυξη.

Μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί

Παύλος Καρκανίδας

Στη σημερινή ελληνική πολιτική σκακιέρα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Η τρικομματική κυβέρνηση να έχει χαράξει μια ήπια πολιτική εντός και εκτός Ελλάδας, εννοείται και με την Ευρωπαϊκή Ενωση και με την τρόικα, για να παραμείνει στο ευρώ και στην ΕΕ, αλλά και να προσπαθεί συγχρόνως να αλλάξει κάποιους δυσμενείς όρους στο Μνημόνιο που προκαλούν ύφεση και που είναι ανασταλτικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της οικονομίας. Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, αλλά με διαπραγματευτικές συνομιλίες με τους δανειστές μας.

Από την αντίθετη μεριά όλη η αντιπολίτευση, από το κόμμα της αξιωματικής μέχρι και όλων των άλλων κομμάτων, ακροδεξιών, αριστερών και ακροαριστερών, που λένε ότι είναι κατά του Μνημονίου. Στην πραγματικότητα θέλουν, λένε (εκτός από το ΚΚΕ), να παραμείνουν στην Ευρώπη και στο ευρώ αλλά δεν θέλουν το Μνημόνιο. Ξέρουν καλά ότι ευρώ ΝΑΙ, δάνεια ΝΑΙ και Μνημόνιο ΟΧΙ, ή αντικατάστασή του με νέο, δεν γίνεται. Τότε γιατί σήκωσαν ταμπέλα κατά του Μνημονίου; Για ψηφοθηρία. Επειδή αυτό το αντιμνημονιακό σύνθημα πουλάει.

Είτε το γνωρίζουν είτε δεν το γνωρίζουν, είτε προσποιούνται ότι δεν το γνωρίζουν οι αντιπολιτευόμενοι στην κυβέρνηση (του Μνημονίου), η αλήθεια είναι ότι το Μνημόνιο έσωσε την Ελλάδα από τον γκρεμό της χρεοκοπίας, παρ’ όλα τα λάθη του σε μερικά σημεία. Χωρίς το Μνημόνιο ποιος θα μας δάνειζε για να μην πέσουμε στον γκρεμό της πτώχευσης και στην επιστροφή στη δραχμή;

Tο Μνημόνιο λοιπόν ήταν περισσότερο αναγκαίο καλό και λιγότερο αναγκαίο κακό. Το χείριστο είναι ότι τα κόμματα για ψηφοθηρία και χωρίς κανέναν άλλο λόγο δίχασαν την Ελλάδα σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα μνημονιακών από τη μία και αντιμνημονιακών από την άλλη, επειδή δεν βάζουν το συμφέρον της πατρίδας πάνω από το κομματικό και το προσωπικό, και θέλουν να αγνοούν πως διχασμένοι βουλιάζουμε και πως ενωμένοι μεγαλουργούμε. Ας ελπίσουμε ότι οι αεροβατούντες θα προσγειωθούν και οι Ελληνες θα ενωθούμε ξανά, ώστε μονοιασμένοι να λύσουμε τα πολυάριθμα προβλήματα που μαστίζουν τον λαό μας και ταπεινώνουν την πατρίδα μας διεθνώς.

Η τραγωδία στο Μαρί

Στέλιος Γεωργιάδης

Πέρασαν 12 μήνες από την τραγωδία στο Μαρί. Ο,τι και να σας γράψω, όσο καλά και να το γράψω, όπως και να το ερμηνεύσετε, το θέμα είναι ένα: Yπάρχουν μανάδες που δεν θα ξαναφιλήσουν τον γιο τους στο μέτωπο. Υπάρχουν ορφανά παιδιά που δεν θα νιώσουν ξανά την αγκαλιά του πατέρα τους. Και όπως έχετε καταλάβει, δεν αναφέρομαι στα αποτελέσματα της τουρκικής εισβολής του 1974 αλλά στην πρόσφατη τραγωδία στο Μαρί. Μια τραγωδία που συνοψίζει και αντικατοπτρίζει την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κυπριακό κράτος (αλλά και ολόκληρο το ελληνικό έθνος): να μην μπορεί να προστατέψει τους πολίτες που το υπηρετούν. Για μένα η φωτιά από την έκρηξη στο Μαρί δεν έχει σβήσει. Θα αναζωπυρωθεί και θα φέρει και άλλες πολλές, μεγαλύτερες εκρήξεις. Το κράτος (και το έθνος) καταρρέει (εδώ και δεκαετίες) οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, αλλά και ηθικά. Οι ηγέτες έχουν αποδειχθεί ανάξιοι, αλλά και άτομα που δεν έχουν καν το σθένος να αναγνωρίσουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως (πιστεύω) είναι η απάθεια και η ηττοπάθεια του λαού. Κάποιος φίλος, αληθινός πατριώτης, μου είπε κάποτε σχολιάζοντας τα χάλια μας: «Αποκλείεται να έχουμε εμείς το ίδιο DNA (γενετικό υλικό) με τους αρχαίους Ελληνες». Μα το DNA δεν είναι αρκετό από μόνο του για να εγγυηθεί την επιβίωση του Ελληνισμού. Χρειάζεται σκληρή και ομαδική δουλειά και πάνω απ’ όλα εθνική πολιτική (όχι κομματική) συνείδηση. Ολα αυτά μας λείπουν, αλλά ούτε καν το αναγνωρίζουμε. Ο Τούρκος καραδοκεί, αλλά δεν βιάζεται: ξέρει πως ο Ελληνας μπορεί να καταστραφεί και από μόνος του. Εκτός και αν…

Οι περικοπές

των συντάξεων

Ιωάννης Γ. Κουλούρης

ΙΛΙΟΝ

Εάν έχει αποφασιστεί να επιβαρύνονται ακόμα περισσότερο τα εύκολα και ανυπεράσπιστα θύματα, οι συνταξιούχοι, να γίνει τουλάχιστον κατά στοιχειωδώς τίμιο, δίκαιο, ηθικό και αποδοτικό τρόπο. Με τα υπάρχοντα σήμερα δεδομένα, ο μόνος τρόπος είναι να χρησιμοποιηθούν οι φορολογικές δηλώσεις, όπου εκεί σε χωριστό κωδικό αναγράφονται συνολικά οι συνολικές αποδοχές από συντάξεις κάθε συνταξιούχου. Αντί των φαύλων μέτρων τα οποία προτείνονται από τους γραφειοκράτες και μόνο σκοπό έχουν να παραπλανούν, να αποπροσανατολίζουν, να προστατεύουν τις ευνοούμενες ομάδες και να προκαλούν πλήρη σύγχυση και ανατροπή στη δικαιοκρατία και την αξιοκρατία στο συνταξιοδοτικό σύστημα, το μόνο που έχει να γίνει είναι να επιβάλλεται έκτακτη εισφορά για τα τμήματα των εισοδημάτων από συντάξεις που υπερβαίνουν κάποια όρια.

Τα όρια και το ύψος της εισφοράς θα καθοριστούν προφανώς από το συνολικό ποσό που πρέπει να εξοικονομηθεί και το οποίο μπορεί να είναι ίδιο ή και ανώτερο από αυτό που προτείνουν οι γραφειοκράτες. Με αυτόν τον τρόπο κανένας πολυσυνταξιούχος δεν θα μπορέσει να ξεφύγει και καμία δικαιολογία δεν μπορεί να προβληθεί από τους γραφειοκράτες ότι δήθεν δεν έχουν τα αναγκαία στοιχεία για να το εφαρμόσουν.