Ενα κύμα ενθουσιασμού κυριεύει το Κολοσσαίο του Λος Αντζελες. Οι θεατές όρθιοι χειροκροτούν. Κάποιοι συγκινημένοι, άλλοι με πάθος και ένταση. Το Στάδιο – μια φωνή, ένας πανηγυρισμός, μια αποθέωση. Οχι δεν απονέμεται στον Καρλ Λιούις το τέταρτο χρυσό μετάλλιο ούτε τερματίζει ο Εντουιν Μόουζες. Οι επευφημίες είναι για την κατάκοπη μαραθωνοδρόμο που έχει καταθέσει και την τελευταία σταγόνα του ιδρώτα της για να τερματίσει. Είναι η Γκαμπριέλα Αντερσεν Σις που τρεκλίζει. Το ένα της χέρι κρέμεται άτονο, πολύ πιο κάτω από το γόνατο. Το κεφάλι της σαν από εγκεφαλικό επεισόδιο κεραυνοβολημένο, γέρνει δεξιά. Το ένα πόδι σαν σπασμένο. Με το άλλο σέρνεται κι από δίπλα της οι γιατροί και οι ελλανοδίκες παρακολουθούν αμέτοχοι. Ετσι πρέπει• αν την αγγίξουν θα ακυρωθεί, όπως τότε με τον φτωχό φούρναρη τον Πιέτρι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908 στο Λονδίνο. Η Γκαμπριέλα, ελβετίδα αθλήτρια, πήρε μέρος στον πρώτο γυναικείο Μαραθώνιο των Αγώνων και έμεινε στην Ιστορία όχι για τη θέση στην οποία τερμάτισε (τι σημασία έχει η θέση) αλλά για την υπεράνθρωπη προσπάθειά της. Οταν μπαίνει στο Στάδιο είναι ήδη στα πρόθυρα της Κόλασης, ο κόσμος τη στέλνει στον Παράδεισο. Χάνεται μέσα στο πάθος της και τον ενθουσιασμό του κοινού. Είπε ότι θα τερματίσει και θα το κάνει ακόμα και αν πέσει νεκρή στη γραμμή. Και τερματίζει και ακούγεται μια κραυγή ουρανομήκης. Ποιος θυμάται την πρώτη μαραθωνοδρόμο; Η Γκαμπριέλα Αντερσεν Σις μένει στην Ιστορία γιατί απέδειξε ότι η ψυχή έχει δυνατότερους μυς από το κορμί και το πάθος μπορεί να σβήσει 42 χιλιόμετρα με μια ανάσα.