Δυσαρεστημένους πολίτες η Κίνα έχει αρκετούς. Οι πιο ισχυρογνώμονες καταλήγουν συνήθως στα χέρια της Αστυνομίας. Κάποιες φορές, όμως, όταν αυτοί που καταγγέλλουν τις Αρχές κατορθώνουν να πάρει δημοσιότητα η υπόθεσή τους, το Πεκίνο προτιμά να εξαγοράσει τη σιωπή τους με χρήμα. Αλλωστε τι θα ήταν το μαστίγιο χωρίς το καρότο;

Περίπτωση 1η. Στις αρχές του περασμένου Ιουνίου, οι κινέζοι χρήστες του Ιντερνετ και ο κόσμος ολόκληρος ξεσηκώνονταν στη θέα των φωτογραφιών μιας δύστυχης νεαρής Κινέζας, της Φενγκ Τζιανμέι, που ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι πλάι σε ένα έμβρυο επτά μηνών – η Φενγκ είχε υποβληθεί σε υποχρεωτική άμβλωση καθώς δεν είχε να πληρώσει τα 4.200 ευρώ που απαιτούσαν οι Αρχές της Ζενπίνγκ για αυτό το «πλεονάζον» μωρό. Τις φωτογραφίες της είχε ανεβάσει στο Ιντερνετ ο σύζυγός της Ντενγκ Τζιγιουάν. Σε μια προσπάθεια να τρομάξουν και κατ’ επέκταση να φιμώσουν το ενοχλητικό ζευγάρι, οι Αρχές το έθεσαν υπό παρακολούθηση. Παράλληλα, οργάνωσαν μια διαδήλωση κατοίκων οι οποίοι κατήγγειλαν με τα πανό τους τη νεαρή γυναίκα που είχε τολμήσει να μιλήσει ως «προδότρια του έθνους». Το μόνο που κατάφεραν όμως, ήταν να πάρει η υπόθεση ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις και ο δήμος της Ζενπίνγκ αναγκάστηκε να «τιμωρήσει» αρκετά στελέχη της υπηρεσίας οικογενειακού προγραμματισμού. Ο σύζυγος Ντενγκ Τζιγιουάν ταξίδεψε λαθραία στο Πεκίνο, μίλησε με δικηγόρο και επιχείρησε να ασκήσει δίωξη κατά των Αρχών του Ζενπίνγκ. Η υπόθεση έκλεισε την περασμένη εβδομάδα με μια επιταγή ύψους 70.600 γιουάν για τον Ντενγκ και τη Φενγκ: δεν παρουσιάστηκε βέβαια ως αποζημίωση αλλά ως «επίδομα». Στο «συμβόλαιο» όμως αναφέρεται ρητά πως η οικογένεια δεν πρέπει να ξαναμιλήσει στον Τύπο.

Περίπτωση 2η. Τέλος του 2011, οι 13.000 κάτοικοι του Βουκάν, στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, εξεγέρθηκαν εναντίον των στελεχών του Κόμματος που είχαν πουλήσει προς δικό τους όφελος γη του χωριού. Το χωριό εκδίωξε τους διεφθαρμένους αξιωματούχους, έστησε οδοφράγματα και εβδομάδες ολόκληρες απέκρουε τις επιθέσεις της Αστυνομίας υπό το βλέμμα των δημοσιογράφων. Ενας από τους ηγέτες των ανταρτών, ο Σούε Τζινμπό, απήχθη από την Αστυνομία και πέθανε από το ξύλο σε κάποιο τμήμα. Η 23 χρονών κόρη του Σούε Τζιανουάν, δασκάλα, έγινε αμέσως η «πασιονάρια» του χωριού. Οι Αρχές κατέληξαν να αποδεχθούν τη διενέργεια νέων, «δημοκρατικών» εκλογών. Δεν ήθελαν όμως ούτε να είναι υποψήφια η Σούε Τζιανουάν ούτε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη εναντίον των αστυνομικών που σκότωσαν τον πατέρα της ούτε να ταφεί αυτός ο τελευταίος στο χωριό, από φόβο μήπως μετατραπεί ο τάφος σε τόπο προσκυνήματος. Μια αποζημίωση ύψους 3,8 εκατομμυρίων γιουάν – μόνο 900.000 δόθηκαν επισήμως από τις Αρχές, τα υπόλοιπα δόθηκαν κάτω από το τραπέζι από τους επιχειρηματίες που αγόρασαν τη γη του χωριού – ήταν αρκετή για να πειστεί η οικογένεια.