Σαν ήταν παιδί καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι έριχνε τα μάτια χαμηλά και άκουγε μόνο. Ακουγε τις πονετικές κουβέντες των γειτόνων στη μάνα του, άκουγε τους ψιθύρους των γιατρών, άκουγε το βουβό κλάμα των γονιών του. Κάποτε σήκωσε το βλέμμα του ψηλά, κάτι είπε, βλαστήμια ή προσευχή δεν έμαθε ποτέ κανείς, φώναξε τη μάνα του και της μίλησε με λόγια που ξεχύθηκαν σαν σφαίρες από το στόμα του για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πίσω: «Μάνα, τώρα πονάς για μένα, σε λίγα χρόνια θα με θαυμάζεις κι εσύ κι όλοι αυτοί που με κοιτάζουν και λυπούνται». Αυτά είπε το μικρό αγόρι το χτυπημένο από την πολιομυελίτιδα, το σχεδόν παράλυτο. Από την επομένη άρχισε ασκήσεις δικής του επινόησης. Αρχισε εντατικά μαθήματα κίνησης των άκρων, δούλευε ίσαμε το ξημέρωμα στο κρεβάτι του, στην καρέκλα του και κάποια στιγμή μαζί με το βλέμμα του σήκωσε και το ανάστημά του. Ορθώθηκε, πάτησε στα πόδια του και όλοι είπαν «ο Θεός» και «θαύμα» και άλλα τέτοια που λένε όταν δεν μπορούν να νιώσουν την ωστική δύναμη που κρύβει η έκρηξη στο μυαλό ενός 14χρονου αγοριού που θέλει να σπάσει τα δεσμά του. Και το μικρό αγόρι μεγάλωσε και έγραψε την ιστορία του με άλματα σαν αυτό που έκανε από την αναπηρική καρέκλα του στη ζωή. Από τα όρια της παραλυσίας πέρασε τα όρια των ρεκόρ. Κέρδισε οκτώ ολυμπιακά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού, του Σεντ Λούις και του Λονδίνου, όλα στα άλματα. Το ρεκόρ του μάλιστα στο μήκος άνευ φοράς δεν έχει καταρριφθεί (λόγω κατάργησης του αθλήματος).

Το όνομά του ήταν Ρέι Γιούρι και είχε γεννηθεί στην Ιντιάνα των ΗΠΑ, οι φίλοι του όμως τον γνώριζαν σαν τον «Ανθρωπο – βάτραχο», γιατί η ψυχή του ξεπέρασε το σώμα, έδωσε ένα σάλτο και πήδηξε μακριά από τον βούρκο της ζωής του.