Ολο και περισσότερες εταιρείες διώχνουν με κάθε τρόπο όλο και περισσότερα κεφάλαια στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα στη διάρκεια των δύο τελευταίων μηνών το φαινόμενο της φυγής των επιχειρηματικών κεφαλαίων τείνει να λάβει διαστάσεις επιδημίας. Οπως είναι φυσικό, η απώλεια αυτή έχει άμεση επίπτωση στην ίδια τη λειτουργία της αγοράς, στην οποία το οξύτατο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η αιτία αυτού του φαινομένου δεν είναι άλλη από το κλίμα ανασφάλειας που επικρατεί στην ελληνική αγορά, προϊόν της πολιτικής και οικονομικής αστάθειας από την οποία χαρακτηρίζεται.

Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, οι τρόποι διαφυγής των επιχειρηματικών κεφαλαίων είναι τρεις και αξιοποιούνται τόσο από ελληνικές όσο και από ξένες επιχειρήσεις. Κλασικός και νόμιμος τρόπος απόσυρσης κεφαλαίων που εφαρμόζεται κατά κόρον τα τελευταία χρόνια από πολυεθνικές εταιρείες και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους είναι μέσω της επιστροφής μετοχικού κεφαλαίου στους μετόχους. Οι διοικήσεις των ομίλων, αντί να δίνουν μέρισμα το οποίο φορολογείται, επιστρέφουν στους μετόχους τους κεφάλαιο το οποίο, εν συνεχεία, προωθείται σε τραπεζικά ιδρύματα εκτός Ελλάδος.

Δεύτερη πρακτική, και αυτή νομότυπη, είναι η δημιουργία θυγατρικών εταιρειών στην Αγγλία ή σε άλλες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, οι οποίες λειτουργούν ως φαντάσματα, επί της ουσίας δεν έχουν καμία πραγματική δραστηριότητα, ενώ οι μητρικοί όμιλοι εν συνεχεία τούς δανείζουν κεφάλαια τα οποία καταλήγουν σε κάποιους τραπεζικούς λογαριασμούς.

Ο τρίτος τρόπος δεν είναι άλλος από τη μεταφορά με βαλίτσα – εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο από μικρομεσαίους επιχειρηματίες – και τόποι προορισμού είναι κυρίως βαλκανικές χώρες, όπως π.χ. η Βουλγαρία. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η διακίνηση κεφαλαίων άνω των 3.000 ευρώ εκτός του τραπεζικού συστήματος θεωρείται ξέπλυμα μαύρου χρήματος.

Στο μεταξύ χθες πηγές του υπουργείου Ανάπτυξης επέρριψαν ακόμη μία φορά ευθύνες για τον μη έλεγχο των ενδοομιλικών συναλλαγών στο υπουργείο Οικονομίας το οποίο, όπως είπαν, κωλυσιεργεί ασυγχώρητα. Οπως έλεγαν, τρία χρόνια μετά τη θέσπιση της σχετικής νομοθεσίας ακόμη δεν έχουν εκδοθεί οι απαραίτητες υπουργικές αποφάσεις για την εφαρμογή της και απέδιδαν αυτή την τακτική «στην έλλειψη πολιτικής βούλησης από μερίδα του πολιτικού συστήματος, καθώς και σε πιέσεις μέρους του επιχειρηματικού κόσμου».