Στο μεγαλύτερο βιβλιοπωλείο της Μαδρίτης το τμήμα που είναι αφιερωμένο στον ισπανικό εμφύλιο καταλαμβάνει έναν τεράστιο χώρο και επεκτείνεται συνεχώς. Πώς συμβιβάζεται η αδηφάγα περιέργεια ιστορικών, ερευνητών και αναγνωστών για εκείνη την περίοδο με το «Σύμφωνο της Λήθης», τον νόμο που υιοθετήθηκε δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο παρέχοντας αμνηστία στα πολιτικά εγκλήματα της φασιστικής περιόδου; Το 2008 η σοσιαλιστική κυβέρνηση Θαπατέρο έφερε στη Βουλή τον Νόμο της Μνήμης, με τον οποίο για πρώτη φορά άνοιξαν στο κοινό τα κρατικά αρχεία για τους πολίτες που «εξαφάνισε» το φρανκικό καθεστώς. Τι σημασία μπορεί να έχει κάτι τέτοιο σε μια χώρα όπου το 50% των νέων της αγνοεί με ποια πλευρά είχαν πολεμήσει οι παππούδες τους, αν οι πρόγονοί τους ήταν Δημοκρατικοί ή Εθνικιστές;

Ασφαλώς η δουλειά ενός δικαστή δεν είναι να απαντά σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Από την εποχή όπου εξέδιδε το ένταλμα σύλληψης εις βάρος του πρώην δικτάτορα της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν έδειχνε ότι τίποτε από την πολιτική ή την επιστήμη της κοινωνιολογίας δεν εμπόδιζε το οπτικό του πεδίο. Το 2008 ο τότε 5ος ειδικός ανακριτής του ανώτατου δικαστηρίου έκανε αυτό που θεωρούσε αυτονόητο: διέταξε έρευνα για τα εγκλήματα της φρανκικής περιόδου έπειτα από προσφυγή συγγενών των θυμάτων. Κατόπιν άσκησε δίωξη εις βάρος του Φράνκο και διαφόρων αξιωματούχων του καθεστώτος του. Και όταν στο πλαίσιο της έρευνας έφτασαν στα χέρια του τα πιστοποιητικά θανάτου των υπόπτων, έβαλε την υπόθεση στο αρχείο.

ΑΠΑΡΑΓΡΑΠΤΑ. Οσο και αν ακούγεται παράξενο, οι τύποι δεν σμπαράλιασαν την ουσία. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστή, τα εγκλήματα δεν έχουν παραγραφεί, οι διοικητικές Αρχές είναι υποχρεωμένες να ανοίξουν τους τάφους εάν τους ζητηθεί από συγγενείς των θυμάτων. Ο ίδιος εξάλλου είχε δώσει εντολή να ανοίξει ακόμη και ο τάφος του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Και το «Σύμφωνο της Λήθης»; Ηταν σχεδόν αδύνατον να μην εμπλακούν στην ιστορία οι αντιφάσεις μιας κοινωνίας που δοκιμάστηκε από έναν εμφύλιο και ένα ολοκληρωτικό καθεστώς τρεισήμισι δεκαετιών προτού αναπνεύσει ελεύθερα. Οι συγγενείς του Λόρκα ζήτησαν να μην ανοιχθεί ο τάφος. Και οι συντηρητικοί συνάδελφοι του Γκαρθόν δέχτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη την προσφυγή που κατέθεσαν εις βάρος του μερικές ακροδεξιές οργανώσεις για παραβίαση του νόμου περί αμνηστίας.

Η δίκη ξεκίνησε στις αρχές της εβδομάδας. Μερικές ημέρες νωρίτερα είχε ξεκινήσει μια άλλη δίκη με τον ίδιο κατηγορούμενο. Σύμφωνα με την κατηγορία, ο ασυμβίβαστος υπερασπιστής της νομιμότητας είχε δώσει εντολή ηλεκτρονικής καταγραφής των τηλεφωνικών συνομιλιών ανάμεσα σε πρόσωπα που εμπλέκονται σε σκάνδαλο διαφθοράς και στους δικηγόρους τους. Και άλλη μια υπόθεση τον περιμένει στη γωνία: γιατί δεν είχε δηλώσει τις 200.000 δολάρια που είχε πάρει ως αμοιβή (ή μίζα;) από τη μεγαλύτερη τράπεζα της Ισπανίας, την Banco Santander, για μια σειρά διαλέξεων στη Νέα Υόρκη; Μια καταδίκη σε οποιαδήποτε από τις τρεις υποθέσεις θα σήμαινε το τέλος της καριέρας του πιο διάσημου δικαστή στον κόσμο. Στο μεταξύ οι αντιφάσεις πέφτουν σαν το χαλάζι. Η δίκη για το «Σύμφωνο της Λήθης» μυρίζει ρεβανσιστική διάθεση και σκιαγραφεί μια Δικαιοσύνη που υπηρετεί αλλότριους σκοπούς. Η δίκη για τις τηλεφωνικές υποκλοπές θα μπορούσε να μαρτυρά ένα ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα που δεν διστάζει να ελέγξει ακόμη και τα πιο χαρισματικά παιδιά της. Αν και αντιμέτωπος με το τέλος μιας φωτεινής καριέρας, ο δικαστής Μπαλτάσαρ Γκαρθόν δεν παριστάνει τον τσακισμένο δονκιχωτικό ήρωα. Μοιάζει να απολαμβάνει τη μάχη παρά να υποφέρει από την επίθεση. Λατρεύει την έκθεση και δεν ζαλίζεται από τα φώτα της δημοσιότητας.

Θα μπορούσε να είχε συμβεί το αντίθετο αν δεν φορούσε την πανοπλία του αυτοδημιούργητου. Γιος ενός πρατηριούχου βενζίνης, ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν γεννήθηκε πριν από 57 χρόνια στο Τόρες της Ανδαλουσίας και χρειάστηκε να δουλέψει ως σερβιτόρος και οικοδόμος – όταν δεν βοηθούσε τον πατέρα του στο βενζινάδικο – για να κερδίσει την πανεπιστημιακή του μόρφωση. Στα 26 του χρόνια γινόταν δικαστής. Επτά χρόνια αργότερα περνούσε την είσοδο του μεγάρου της Audiencia National, του ανώτατου δικαιοδοτικού οργάνου της Ισπανίας. Η δουλειά του αυτά τα 25 χρόνια μπορεί να συμπυκνωθεί σε ένα εύκολο κουίζ: Τι κοινό έχουν ο Αουγκούστο Πινοσέτ, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους, ο ιδρυτής της Αλ Κάιντα Οσάμα μπιν Λάντεν και ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας Φελίπε Γκονθάλεθ; Ο Γκαρθόν είχε διατάξει έρευνα εις βάρος τους. Ολες οι έρευνες είχαν τα χαρακτηριστικά ενός επικοινωνιακού πυροτεχνήματος. Παράλληλα όμως όλες τους είχαν κάποιου είδους αποτέλεσμα. Ο Γκονθάλεθ, σε κυβέρνηση του οποίου είχε υπηρετήσει ως υφυπουργός Εσωτερικών προτού παραιτηθεί, έγινε έξω φρενών όταν έμαθε ότι ο δικαστής ερευνούσε τη σχέση του με τις βρώμικες δολοφονίες μελών της ΕΤΑ. Η Ουάσιγκτον πίεζε τη Μαδρίτη να παρέμβει όταν ο Γκαρθόν έβαλε στο μάτι τον Μπους, τον Ράμσφελντ και άλλα τέσσερα «γεράκια» για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις φυλακές του Αμπου Γράιμπ. Ο Πινοσέτ, ο οποίος είχε βρει καταφύγιο στο φιλόξενο Λονδίνο της Μάργκαρετ Θάτσερ, τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Η έρευνα για τις ευθύνες του Μπιν Λάντεν στην τρομοκρατική επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό της Μαδρίτης, που συγκλόνισε την Ισπανία τον Μάρτιο του 2004, οδήγησε στη σύλληψη μελών της Αλ Κάιντα.

Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ. Σε όλες τις περιπτώσεις – πλην Γκονθάλεθ – ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν πάτησε σε μια απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας του. Σύμφωνα με την αρχή της «οικουμενικής δικαιοσύνης», οι ισπανοί δικαστές είναι αρμόδιοι να ερευνούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που έχουν διαπραχθεί ακόμη και εκτός ισπανικών συνόρων. Αυτή η αρχή έγινε το όπλο του. Πώς γίνεται όμως μια αρμοδιότητα που παρέχεται σε περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διεθνώς να σκοντάφτει σε μια ισπανική υπόθεση; Τι νόημα ύπαρξης έχει ένας νόμος της δύσκολης περιόδου της μετάβασης σε μια ώριμη δημοκρατία όπως είναι σήμερα η Ισπανία; Και γιατί αυτό το ξεκαθάρισμα λογαριασμών με το παρελθόν κολλάει στα όρια της ιστορικής έρευνας, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου; Μπορεί ο Μπαλτάσαρ Γκαρθόν να δώσει μερικές απαντήσεις στην απολογία του στα τέλη Ιανουαρίου. Και ίσως πείσει ότι κάποιες φορές οι ανεμόμυλοι είναι πραγματικά τέρατα.