Με διάφορα κόλπα, πολυεθνικές και ολιγοπώλια διατηρούν υψηλά τις τιμές των προϊόντων στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη μείωση των μισθών και τη δραματική συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των ελλήνων καταναλωτών. Αυτό το φαινομενικά παράδοξο φαινόμενο ο έλληνας καταναλωτής το συναντά σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων της ελληνικής αγοράς, από τα τρόφιμα και τα ποτά μέχρι την ένδυση, την υπόδηση και τα είδη σπιτιού, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται να αγοράζει πολλά προϊόντα ακριβότερα από όσο πωλούνται σε άλλες χώρες της Ευρώπης.

Στα κόλπα που χρησιμοποιούν οι εταιρείες, όπως λένε στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, περιλαμβάνονται οι λεγόμενες ρήτρες απαγόρευσης παράλληλων εισαγωγών. «Η ρήτρα αυτή προκαλεί αποκλίσεις τιμών σε ίδια προϊόντα που διακινούνται σε διαφορετικές χώρες», λέει στέλεχος της Επιτροπής. Οι πολυεθνικές που προμηθεύουν λιανέμπορους στην Ελλάδα τούς υποχρεώνουν να μην αγοράζουν από θυγατρικές τους σε άλλες χώρες, όπου ενδεχομένως πωλούν φθηνότερα, παρά μόνο από τις ίδιες. Ετσι ελέγχουν το κόστος των προμηθειών αυτών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις είναι υψηλότερο από εκείνο με το οποίο η πολυεθνική πουλάει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Σύμφωνα με στελέχη της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές αλλά και τα φορολογικά έσοδα του κράτους είναι οι ενδοομιλικές συναλλαγές. Πρόκειται ουσιαστικά για παρεμβάσεις στο κόστος των εταιρειών ώστε να αποφεύγουν την υψηλή φορολόγηση. Οι πρακτικές που ακολουθούν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, είναι οι ακόλουθες:

– Οι μητρικές εταιρείες χρεώνουν υψηλά royalties (δικαιώματα χρήσης σημάτων) στις θυγατρικές τους. Οι χρεώσεις είναι υψηλές προκειμένου να αποφεύγουν τη φορολόγηση στην Ελλάδα εμφανίζοντας υψηλό κόστος, με επίπτωση όμως και στις τελικές τιμές των προϊόντων.

– Οι θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές τους σε υψηλές τιμές προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας. Οι τιμές είναι «φουσκωμένες» για να παρουσιάζουν μεγάλο κόστος και να γλιτώνουν τη φορολόγηση κερδών στη χώρα μας.

– Οι μητρικές εταιρείες δανείζουν τη θυγατρική στην Ελλάδα με υψηλότερο κόστος από ό,τι σε άλλες χώρες με παρόμοια χαρακτηριστικά.

– Μια θυγατρική εταιρεία λιανικής προχωρά σε ειδική συμφωνία αγοράς προϊόντων από θυγατρική προμηθευτικής εταιρείας στο εξωτερικό. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι μητρικές των εταιρειών αυτών προχωρούν σε συμφωνία η οποία περιλαμβάνει και παροχή έκπτωσης σε περίπτωση επίτευξης στόχων επί των πωλήσεων. Ωστόσο, το όφελος από την έκπτωση για τη θυγατρική λιανικής στην Ελλάδα δεν της αποδίδεται. Αντίθετα, το καρπώνεται η μητρική της εταιρεία στο εξωτερικό, την ίδια στιγμή που στην Ελλάδα η θυγατρική φαίνεται να έχει αγοράσει ακριβά και πουλάει ακριβά το προϊόν.

ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΝΟΙΑΖΕ Η ΤΙΜΗ. Ακόμη και στους τομείς που ο ανταγωνισμός θεωρείται εντονότερος, όπως είναι η ένδυση και υπόδηση, εκπρόσωποι – εισαγωγείς και πολυεθνικές διατηρούν τις τιμές σταθερές, κυρίως διότι η Ελλάδα κατατασσόταν εδώ και χρόνια σε υψηλή τιμολογιακή βαθμίδα σε σύγκριση με άλλες χώρες. Οι έλληνες καταναλωτές δεν έδιναν τόσο μεγάλη σημασία στην τιμή πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα οι πολυεθνικές να πωλούν στη χονδρική στους έλληνες εμπόρους σε ακριβότερες τιμές. Σήμερα, όπως λένε στελέχη της αγοράς, οι προμηθευτές δεν ρισκάρουν να κατεβάσουν τις τιμές λόγω των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι εν Ελλάδι συνεργάτες τους. Για να προχωρήσουν ακόμη και σε 3% μείωση, ζητούν προδιακανονισμούς και την πληρωμή της παραγγελίας μετρητοίς ή ισχυρές εγγυητικές, τις οποίες δυσκολεύονται να παράσχουν οι έλληνες πελάτες τους. Εξάλλου, διεθνώς οι πολυεθνικές με επώνυμα προϊόντα αναγκάζονται να κάνουν πιο προσιτές τις τιμές τους όταν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας φτάσουν να κατέχουν πάνω από το 18% της συνολικής αγοράς. Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμη στην Ελλάδα. Ακόμη και τα εκπτωτικά καταστήματα πωλούν στην Ελλάδα ακριβότερα από ό,τι σε άλλες χώρες.