Νέα πρωτεύουσα, νέα κτίρια, νέα αισθητική. Σε μια νέα εποχή ελπίζει η πολύπαθη Μιανμάρ. Πίσω όμως από τις μεταρρυθμίσεις, η μεγαλύτερη χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας παραμένει μια κόλαση για τους κατοίκους της: στη σχεδόν παράλογη απεραντοσύνη της Νάι Πι Τάου, του υπερσύγχρονου νέου κέντρου της χώρας, η χούντα των στρατιωτικών εξακολουθεί να κολυμπά στη χλιδή, ενώ οι χωρικοί παλεύουν για την επιβίωσή τους στη σκιά των ηγετών του πολέμου, που τους δίνουν υποσχέσεις μόνο για εκδημοκρατισμό.

Η Νάι Πι Τάου αναπόφευκτα παραπέμπει σε εκείνον τον αφορισμό του Μπλεζ Πασκάλ για τη δημιουργία του Σύμπαντος: μοιάζει με μια «σφαίρα απείρου, όπου το κέντρο είναι παντού, η περιφέρεια πουθενά». Αν παραφράζαμε λίγο τη διατύπωση, η συγκεκριμένη «πόλη» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο κόσμος όπου το κέντρο δεν βρίσκεται πουθενά, ενώ η περιφέρεια παντού…

ΑΔΕΙΕΣ ΛΕΩΦΟΡΟΙ. Για του λόγου το αληθές, αρκεί κανείς να επισκεφθεί τη νέα πρωτεύουσα που ίδρυσε ο στρατός. Να διασχίσει τις πελώριες, σαν πίστες αεροδρομίου, λεωφόρους, όπου όμως δεν κυκλοφορεί ψυχή. Να δει από κοντά τις υπερσύγχρονες και υπερμεγέθεις κατασκευές. Να αντικρίσει τις προσόψεις των πολυτελών ξενοδοχείων και να τυφλωθεί από τις τεράστιες φωτεινές επιγραφές των γιγαντιαίων υπεραγορών. Για τους πολίτες ωστόσο αυτής της χώρας οι υποσχέσεις της κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις, ο διάλογος με την αντιπολιτευόμενη Αούνγκ Σαν Σούου Κίι, η απελευθέρωση πολλών πολιτικών κρατουμένων, η δημιουργία ελεύθερων συνδικάτων, καθώς και μια πιο «ελαστική» λογοκρισία δεν έχουν καμία απολύτως σημασία.

Η Πόλη των Βασιλιάδων, κατά την ακριβή μετάφραση της Νάι Πι Τάου στα βιρμανικά, είναι μια πόλη-φάντασμα∙ η φαντασίωση της Μιανμάρ (πρώην Βιρμανία) των στρατηγών: μοντέρνα, καθαρή και σε απόλυτη τάξη. Οι μοναδικοί πεζοί στους απέραντους δρόμους είναι οι οδοκαθαριστές – πάντα απασχολημένοι με τη φροντίδα του τέλειου γκαζόν. Σε κάθε σταυροδρόμι αστυνομικοί με λευκές στολές παριστάνουν ότι ρυθμίζουν την ανύπαρκτη κυκλοφορία.

Πρώην πρωτεύουσα της χώρας ήταν η Ρανγκούν. Οι επιχειρήσεις για τη μεταφορά της στη Νάι Πι Τάου άρχισαν επισήμως στις 6 Νοεμβρίου 2005, και για την ακρίβεια στις 6.37 το πρωί – ώρα ευοίωνη, κατά τους αστρολόγους. Η νέα πρωτεύουσα των 8.000 τ.χλμ. είναι χωρισμένη σε πέντε ζώνες με συγκεκριμένες λειτουργίες: η ζώνη των «ξενοδοχείων», των «στρατιωτικών», η «διοικητική», των «υπουργών» κ.λπ. Σε αυτή την τελευταία ζώνη βρίσκεται και το Κοινοβούλιο, ένα δίχως μέτρο αρχιτεκτονικό κράμα, με αρκετά βιρμανικά στοιχεία, όπως οι παγόδες στο σύνολο σχεδόν των ορόφων.

«Η Νάι Πι Τάου δεν είναι πόλη, αλλά ένας στρατιωτικός καταυλισμός», τονίζει μιλώντας στη «Φιγκαρό» ο Ινάι Μίο, καφετζής σε ένα χωριό στα όρια της πρωτεύουσας. Σε αντίθεση με τη νέα πρωτεύουσα, η περιφέρεια ζει ακόμη στους ρυθμούς της καρότσας και η Ρανγκούν αργοπεθαίνει. Στην αγροτική Μιανμάρ, όπου ζει το 70% του πληθυσμού, η «μαγειρεμένη» δημοκρατία της Νάι Πι Τάου δεν είναι ούτε ανθηρή ούτε πειθαρχημένη, όπως αρέσκονται να τη χαρακτηρίζουν οι ιθύνοντες. Οι λιγότερο ευσυνείδητοι εφευρίσκουν μέσα διαβίωσης: νοικιάζουν τους νεκρούς τους για μία βδομάδα και οργανώνουν χαρτοπαίγνια γύρω από το πτώμα που αποσυντίθεται. Το ξενύχτι της κηδείας είναι η μοναδική στιγμή όπου τα τυχερά παιχνίδια επιτρέπονται, αφού βέβαια πρώτα λαδωθούν οι αστυνομικοί και οι τοπικοί άρχοντες.

ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ. Οι πιο απελπισμένοι πουλάνε ακόμη και το αίμα τους ή τα μαλλιά τους. Και για να αντέξουν, για να πειστούν ότι υπάρχουν και πιο δυστυχισμένοι από αυτούς, διηγούνται απεχθείς ιστορίες εξορισμένων και πεινασμένων οικογενειών που αυτοκτονούν με ποντικοφάρμακο ή για πτώματα μικρών αγοριών που τα βρίσκουν ευνουχισμένα στους ορυζώνες, καθώς οι Κινέζοι πληρώνουν αδρά για ένα ζευγάρι όρχεις.

Κατεστραμμένη από την αμέλεια των δικτατόρων της, η Μιανμάρ έγινε μία από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου. «Πώς να χαρώ με τις πολιτικές αλλαγές για τις οποίες μου μιλάτε; Κοιτάξτε πώς ζει η οικογένειά μου», λέει ο Τον Αϊ, οδηγός ποδηλάτου. Μιλάει για τα ελάχιστα χρήματα που κερδίζει κάνοντας σκληρό πετάλι, για την άθλια καλύβα του με την τσίγκινη στέγη που δεν θα αντέξει στον επόμενο μουσώνα, για τα λιγδιάρικα παιδιά του που παίζουν στην κατεστραμμένη γη με ένα καχεκτικό κατσικάκι. «Αυτή η δημοκρατία είναι για τους πλούσιους», εκτιμά.