Είναι λίγο μετά τη μία το μεσημέρι του Σαββάτου. Ο Παπανδρέου δεν έχει φτάσει ακόμη στο Κάραβελ. Μια παρέα μελών του Εθνικού Συμβουλίου πίνουν καφεδάκι στο καφέ Κωνσταντινούπολις του ξενοδοχείου. Ενα μέλος έχει απορίες: «Θα τον εκλέξουμε κιόλας τον πρόεδρο;». «Σίγουρα θα τον εκθέσουμε», απαντά ο διπλανός του.

Τα σκαλιά της εισόδου και το λόμπι είναι γεμάτα. Οι καθαρίστριες δεν προλαβαίνουν να αδειάζουν σταχτοδοχεία. Κάποιοι επιμελείς κυκλοφορούν με πράσινα ντοσιέ ανά χείρας. Αλλοι σπεύδουν να υποβάλουν τα σέβη τους σε υπουργούς, βουλευτές, δημάρχους και λοιπούς σταρ του κόμματος. Ο «διχασμός» του ΠΑΣΟΚ ωστόσο φαίνεται ακόμη και στα αξεσουάρ των μελών. Οι μεν έχουν μπεγλέρια σε όλα τα χρώματα, οι δε iPhone. Κάποιοι κρατούν στο ένα χέρι το smart phone και στο άλλο το μπεγλέρι.

Η αγωνία των περισσοτέρων πάντως είναι κοινή. «Μοιράζουν τα ιμάτια ενός κατακερματισμένου ΠΑΣΟΚ», εξανίσταται μια κυρία. Ωστόσο, οι απόψεις για την επόμενη μέρα διαφέρουν. «Αμα χαθεί ο Γιώργος θα μείνει το μαγαζί χωρίς πελάτες», ψιθυρίζει ηλικιωμένο μέλος με σακάκι και μάλλινο γιλεκάκι στο αυτί ενός από τα στελέχη της πρώτης γραμμής. Λίγα λεπτά αργότερα ο πρόεδρος κάνει την είσοδό του. Το χειροκρότημα ακούγεται, αλλά δεν θυμίζει σε τίποτα τις εποχές της παντοδυναμίας του.

Ενας «αγνός πασόκος», κατά δήλωσή του, ξεσπαθώνει. «Εγώ είμαι ιδεολόγος, θέλω να περνά το 90% του ελληνικού λαού κι εγώ καλά». Και συνεχίζει. «Γιατί δεν πρέπει να θίξουμε το «θείο βρέφος»; Αμα είναι το κόμμα να πάει στο 12%, να βγει άλλος». Στον πρώτο όροφο άλλο μέλος δίνει τη δική του εκδοχή. «Το μεγάλο του λάθος είναι η «κυβερνητική» ομάδα που είχε φτιάξει – των άπειρων και των κηπουρών. Και η ατάκα «λεφτά υπάρχουν», που είναι αυτό που αποκαλώ οικονομική πολιτική Αρσένη – Κατσέλη. Οπως ο Αρσένης μοίραζε λεφτά το 1985 και μας κατέστρεψε».

Η ώρα περνά, αλλά ως γνωστόν το Κίνημα έχει χαλαρή σχέση με τον χρόνο. Η αίθουσα Μακεδονία πάντως έχει γεμίσει από νωρίς. Στη γαλαρία ο Σωκράτης Ξυνίδης επεκτείνει τις στυλιστικές του ανησυχίες, από τα γυναικεία αξεσουάρ (βλ. καλτσοδέτες) στην ανδρική γκαρνταρόμπα: «Σαχινίδη! Από πού μας έχεις έρθει με αυτό το κατοχικό παλτό; Για να μας πείσεις ότι είναι δύσκολα τα πράγματα;».

ΠΑΡΑΠΟΝΑ. Οταν επιτέλους η συνεδρίαση αρχίζει, πολλοί προτιμούν τα πηγαδάκια του διαδρόμου. Εκεί και τις δύο ημέρες ο προβληματισμός του τύπου, «ποιο είναι το πρόταγμα που θέλει ο λαός;», διαδέχεται τις συνήθεις αβρότητες: «Αααα! Ελα να σου συστήσω τον δήμαρχο». Η οργή πάντως των απλών μελών περισσεύει. «Δεν λέω, κινδυνεύει η Ελλάς, αλλά δεν την κινδυνεύσαμε εμείς (sic). Ας πει κάποιος στον Βαγγέλη ότι η δεύτερη δόση μου ήρθε 984 ευρώ», λέει ένας στο μπαλκονάκι. Ουκ ολίγοι ανησυχούν και για τις διαδικασίες. «Θα έρθει η βάση να ψηφίσει ή θα τους βάζουμε σε ταξί όπως ο ΣΥΡΙΖΑ;» θα αναρωτηθεί ένας κύριος, ενώ μέσα στην αίθουσα της συνεδρίασης ένα πηγαδάκι θα διερωτηθεί: «Μα είναι δυνατόν να έρχεται ο κάθε νεοδημοκράτης, ο κάθε μαύρος ή Αλβανός και να αποφασίζει τον πρόεδρό μας;». Και όπως έλεγαν πολλοί, απαντήσεις δεν πήραν.