Ο Αντόνιο Νιόλι της «Ρεπούμπλικα», ανήμερα των Χριστουγέννων, κάθεται σε ένα καφέ της Ρώμης. Κάποια στιγμή, ανοίγει η εξώπορτα και μπαίνει ο συνομιλητής του. Χαλαρός, με δύο εφημερίδες κάτω από τη μασχάλη, κινείται προς τον δημοσιογράφο καθώς μερικές σταγόνες βροχής στάζουν από το γείσο του καπέλου του πάνω στο πλατύ πρόσωπό του. Το βλέμμα πίσω από τους μεγάλους φακούς των γυαλιών του είναι ειρωνικό ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται στον Νιόλι. Το περιποιημένο του μουστάκι παραπέμπει αναπόφευκτα σε μια απουσία: λείπει η γενειάδα, σήμα κατατεθέν αυτού του λαμπρού Ιταλού.

O Ουμπέρτο Εκο όχι μόνο έχει ένα στυλ αλλά κι ένα παρουσιαστικό, ένα σώμα, μια χαρακτηριστική φωνή και έναν ιδιαίτερο τρόπο να συνομιλεί που συνάδουν με αυτό το στυλ. Ο τρόπος του συνδυάζει την ακρίβεια με τη φαντασία. Οταν μιλάει, ταυτόχρονα διηγείται και ψυχαγωγεί, διασκεδάζει και προκαλεί. Και μεταδίδει στον συνομιλητή του την αίσθηση ότι αυτό που λέει μπορεί να ειπωθεί μόνο με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο.

«Γιατί ξυρίσατε τη γενειάδα σας;», τον ρωτά ο Νιόλι. «Την έκοψα για πρώτη φορά το 1990, όταν πήγα στα Νησιά Φίτζι για να γράψω «Το νησί της επόμενης ημέρας». Ηθελα να δω τα κοράλλια και η γενειάδα εμπόδιζε την εφαρμογή της υποβρύχιας μάσκας στο πρόσωπό μου. Στη συνέχεια, την άφησα να μεγαλώσει ξανά εξαιτίας του Αλμπέρτο Μοράβια. Κατά τη διάρκεια μιας τελετής προς τιμήν του, οι φωτογράφοι με ακολουθούσαν παντού για να με απαθανατίσουν δίχως γενειάδα και έτσι αποφάσισα να την αφήσω να μεγαλώσει. Τώρα την έκοψα ξανά γιατί είναι κάτασπρη ενώ το μουστάκι μου παραμένει μαύρο και στις φωτογραφίες έμοιαζα με τον Τζένγκις Χαν θυμωμένο!».

Ο Ουμπέρτο Εκο γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1932 στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε και σίγουρα κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τότε τους πολλούς Εκο που θα γεννιόνταν παράλληλα: δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος, καθηγητής πανεπιστημίου, σημειολόγος, φιλόσοφος της γλώσσας, θεωρητικός της λογοτεχνίας και του πολιτισμού αλλά και ερασιτέχνης φλαουτίστας. Ο Εκο αντικατοπτρίζει, κατά τον Νιόλι, έναν κόσμο πολύχρωμο, γεμάτο γοητεία και εκπλήξεις. Ο Σαρκοζί τον παρασημοφόρησε προχθές, ενώ για να τον τιμήσουν και για να τον καθιερώσουν ως κλασικό, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς και στοχαστές της εποχής μας καλούνται να γράψουν τις απόψεις τους για το έργο του, δοκιμιακό και μυθιστορηματικό, σε έναν ειδικό τόμο της Library of Living Philosophers. «Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σε μια αμερικανική σειρά που υπάρχει εδώ και εβδομήντα χρόνια, τη Βιβλιοθήκη Ζώντων Φιλοσόφων. Ολοι οι τόμοι της ξεπερνούν τις χίλιες σελίδες και είναι αφιερωμένοι σε στοχαστές όπως ο Ντιούι, ο Ράσελ, ο Πόπερ, ο Σαρτρ, ο Ρικέρ, ο Γκάνταμερ – μια εξαιρετική αλληλουχία στοχαστών η οποία καταλήγει σε μένα». Ο ίδιος ο Εκο για τη συγκεκριμένη έκδοση πρέπει να γράψει ένα είδος φιλοσοφικής αυτοβιογραφίας, γύρω στις εκατό σελίδες, και να απαντήσει στην κάθε αναφορά ξεχωριστά.

Ποιοι ήταν άραγε οι δάσκαλοι του προφεσόρε; Στην περίοδο του elementare, του δικού μας δημοτικού, ξεχωρίζει την κυρία Μπελίνι, μια δασκάλα που του έμαθε τις αρετές της ανακάλυψης, ενώ από τα χρόνια του λιτσέο μιλάει με σεβασμό για τον καθηγητή Μαρίνο, ο οποίος του δίδαξε την ελεύθερη κριτική. Στο πανεπιστήμιο, η συνάντηση με τον Λουίτζι Πάρεϊσον, έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιταλούς φιλοσόφους, θα σταθεί καθοριστική, αν και ταραχώδης. Οι δυο στοχαστές θα συνεργαστούν αρμονικά για πολλά χρόνια πριν καταλήξουν αναπόφευκτα να συγκρουστούν: «Ακόμη και όταν προκύπτουν ιδεολογικές ή άλλου τύπου αποκλίσεις», διευκρινίζει ο Εκο, «ο δεσμός με τον άνθρωπο που συνέβαλε στη μόρφωσή σου παραμένει θεμελιώδης. Στο τέλος γίνεται κατανοητό πως πρόκειται για μια σχέση πατρική».

Η πρώτη δουλειά που έπιασε ο νεαρός φιλόσοφος ήταν στα 22 του στην ιταλική κρατική τηλεόραση (RAI). Τα προγράμματα που προβάλλονταν τότε ήταν απείρως ωραιότερα από τα τωρινά, αλλά το περιβάλλον στο οποίο ήταν αναγκασμένος να εργάζεται «ήταν κατηφές και σκοτεινό», καθώς «τότε η RAI διοικούνταν από φασίστες και μασόνους». Μεταξύ των συνεργατών του ήταν ο επίσης φιλόσοφος Τζιάνι Βάτιμο και ο δημοσιογράφος και πολιτικός Φούριο Κολόμπο.

Ο κατοπινός μυθιστοριογράφος ανέλαβε τη διόρθωση και επιμέλεια κειμένων χριστιανοδημοκρατών συνεργατών. Ηταν επίσης υπεύθυνος αναμετάδοσης μιας θρησκευτικής εκπομπής καθώς και του διάσημου στην Ιταλία και την Ισπανία του ’60 εδικού προγράμματος «Τόπο Τζίτζιο» με πρωταγωνιστή έναν αξιαγάπητο ποντικό. Στα 28 του, κάνει το άλμα: πιάνει δουλειά στον εκδοτικό οίκο Μπομπιάνι (Bompiani) ως υπεύθυνος της φιλοσοφικής σειράς «Νέες ιδέες». Εκεί θα παραμείνει 18 χρόνια και θα συναντήσει τη γερμανίδα γυναίκα του Ρενάτε Ράμγκε. Παράλληλα αρχίζει να τρέχει και η ακαδημαϊκή του καριέρα. Λέκτορας το 1961 και καθηγητής το 1975, στα 43 του.

Δεινός ερμηνευτής της μαζικής επικοινωνίας, ο Εκο δεν μπόρεσε να προβλέψει την εντυπωσιακή επιτυχία που γνώρισαν τα «δύσκολα» μυθιστορήματά του. Οταν το 1980 τελείωσε το «Ονομα του Ρόδου», μυθιστόρημα αστυνομικό και ταυτόχρονα φιλοσοφικό, τοποθετημένο στον ύστερο Μεσαίωνα, σε μια εποχή θεολογικών συγκρούσεων, σκεφτόταν να το προωθήσει μια εκδοτική σειρά περιορισμένου τιράζ. Ομως το «Ρόδο» έγινε με τη μία παγκόσμιο μπεστ σέλερ και σήμερα οι πωλήσεις του έχουν ξεπεράσει τα 40 εκατομμύρια χωρίς να υπολογίζεται η αγορά της Κίνας. «Αν», λέει, «είχα γράψει το «Ονομα του ρόδου» δέκα χρόνια νωρίτερα ή δέκα χρόνια αργότερα, δεν θα το είχε προσέξει κανείς».

Και με την αρνητική κριτική τι κάνει; Τον ενοχλεί; Οπωσδήποτε! «Είναι όπως ακριβώς όταν παίζεις τένις και κάποιο χτύπημα καταλήγει στον φιλέ, κάποιο άλλο εκτός γηπέδου. Από την άλλη όμως, όποιος γράφει γράφει για την αιωνιότητα και όχι για αύριο. Εγώ λ.χ. γράφω για τους αναγνώστες των επόμενων δύο χιλιάδων χρόνων και τότε η όποια αρνητική κριτική θα έχει ξεχαστεί».