Μια μακρά περίοδο λιτότητας, η οποία μάλιστα θα εφαρμόζεται υπό στενή κοινοτική επιτήρηση, φέρνει η επόμενη μέρα της συμφωνίας, χθες τα ξημερώματα, των ευρωπαίων ηγετών.

Οικονομικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι αν και η λιτότητα είναι αναπόφευκτη, δεδομένης της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας, παραμένει μείζον ζητούμενο η ανάπτυξη, χωρίς την οποία ούτε η χώρα θα μπορέσει να ευημερήσει αλλά ούτε και το ίδιο το πρόγραμμα μείωσης του χρέους να επιτύχει.

Το πρόγραμμα λιτότητας θα προσδιοριστεί, όπως αναφέρουν τα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής, έως το τέλος του χρόνου. Από τα στοιχεία της εμπιστευτικής έκθεσης για τη βιωσιμότητα του χρέους, όμως, καθώς και από την 5η έκθεση της Κομισιόν, μετά την επίσκεψη της τρόικας, προκύπτουν ήδη τα βασικά χαρακτηριστικά του:

Ώς το 2020 η Ελλάδα θα κληθεί να εμφανίζει κάθε χρόνο σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, δηλαδή τα φορολογικά της έσοδα να ξεπερνούν τις δαπάνες, εξαιρουμένων των τόκων. Συγκεκριμένα, μετά από ένα πρωτογενές πλεόνασμα 1,4% του ΑΕΠ το 2012 και 2,5% του ΑΕΠ το 2013, αυτό προβλέπεται να σκαρφαλώσει στο 4,3%-4,5% του ΑΕΠ και να παραμείνει εκεί ως το 2020. Συνολικά, αυτό μεταφράζεται σε δημοσιονομική προσαρμογή 80-90 δισ. ευρώ τη δεκαετία.

Η δημοσιονομική προσαρμογή θα προέλθει κυρίως από την περικοπή δαπανών και κυρίως αυτών που αφορούν τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες. Με άλλα λόγια οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων θα παραμείνουν συμπιεσμένοι και ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων θα μειωθεί. Οι συντάξεις λόγω των μέτρων που ψηφίστηκαν πρόσφατα αναμένεται να μειωθούν και να παραμείνουν και αυτές σε χαμηλά επίπεδα.

Προβλέπεται αύξηση των φορολογικών εσόδων, μόνο όμως από τους άμεσους φόρους, δηλαδή από τους φόρους στο εισόδημα. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτή θα προέλθει από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και δεν θα την επωμισθούν οι συνεπείς φορολογούμενοι με αυξήσεις των συντελεστών φόρου εισοδήματος και κατάργηση φοροαπαλλαγών.

Η χώρα απαλλάσσεται από τον βραχνά της πληρωμής τόκων, η οποία απορροφούσε πόρους της τάξης των 12-16 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια, ενώ διευκολύνεται η εξόφληση των ομολόγων που λήγουν (και κυμαίνονται από 36 δισ. ευρώ ως 60 δισ. ευρώ την επόμενη τριετία).

Το μεγάλο ερώτημα, βεβαίως, είναι – όπως επισημαίνουν πηγές από τον ακαδημαϊκό χώρο – αν η Ελλάδα θα καταφέρει να εφαρμόσει, έστω και με την επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πρόγραμμα αυτό αποτελεσματικά εμφανίζοντας συνεχώς πρωτογενή πλεονάσματα. Είναι μια άσκηση πειθαρχίας άνευ προηγουμένου, για την επιτυχία της οποίας εκφράζονται σοβαρές αμφιβολίες.

ΟΙ ΜΙΣΘΟΙ. Η λιτότητα δεν θα περιοριστεί, όμως, μόνο στον δημόσιο τομέα, αλλά θα επεκταθεί και στον ιδιωτικό, ιδίως αν δεν ληφθούν μέτρα ώστε η οικονομία να ανακάμψει και η χώρα να επανέλθει σε αναπτυξιακή πορεία.

Οπως επισημαίνουν τραπεζικές πηγές, οι τράπεζες θα εξακολουθήσουν να εξαρτώνται για τη ρευστότητά τους από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ίσως αργήσουν να ξαναδούν τη διατραπεζική αγορά, παρατείνοντας έτσι την κατάσταση ασφυξίας που επικρατεί στην οικονομία και ασκώντας πιέσεις στον ιδιωτικό τομέα, που ενδέχεται να οδηγηθεί σε νέες απολύσεις και μειώσεις μισθών.