Με προσωπικά άρθρα τους ο πρόεδρος της ΝΔ Αντώνης Σαμαράς και ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης – στο «Βήμα της Κυριακής» και την «Καθημερινή» αντιστοίχως – και με συνέντευξη, επίσης στο «Βήμα», ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών Ευάγγελος Βενιζέλος, συγκεντρώσαν χθες την προσοχή της κοινής γνώμης. Οι δημόσιες τοποθετήσεις τριών κορυφαίων παραγόντων του δημοσίου βίου την ίδια μέρα συνιστούν κατά κάποιον τρόπο ακτινογραφία της πολιτικής συγκυρίας.

Από αυτήν την άποψη οι τρεις συγκεκριμένες παρεμβάσεις έχουν την αξία και το ενδιαφέρον τους, κάθε μία ξεχωριστά. Αλλά το παζλ που διαμορφώνουν δεν θα ενθουσιάσει όσους θα ήθελαν να βλέπουν τα πράγματα από την ίδια οπτική γωνία οι βασικοί πολιτικοί παράγοντες. Αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Είναι τρεις ξένοι στην ίδια πόλη.

Και μιλάμε για έναν σημαίνοντα πολιτικό που διαχειρίστηκε τις τύχες της χώρας επί οκταετία, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δυνάμει πρωθυπουργό και τον αντιπρόεδρο της σημερινής κυβέρνησης, βασικό χειριστή της οικονομικής κρίσης και ενδεχομένως επικεφαλής του κόμματός του στο μέλλον.

Παρότι η θεματολογία των τριών διαφέρει και συνεπώς δικαιολογείται η απόκλιση, αυτό που αναδύεται είναι ότι οι προσεγγίσεις σε βασικά θέματα εμπνέονται από διαφορετική φιλοσοφία και υπόκεινται σε διαφορετική ιεράρχηση. Για παράδειγμα ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (που εξομολογείται: «οφείλω να αποδεχθώ ταπεινώσεις αν αυτές ωφελούν τη χώρα μου») αποδίδει τις αποφάσεις του επί των δημοσιονομικών στόχων στην ανάγκη. «Υπάρχει κυβέρνηση η οποία ενώ θα μπορούσε να λάβει ήπιες αποφάσεις, φιλικές για τον πολίτη, με λιγότερους φόρους, δεν το κάνει;».

Στον αντίποδα ο πρόεδρος της ΝΔ καταλογίζει στην κυβέρνηση ότι «ανεβάζει συνεχώς του φόρους γιατί δεν μπορεί ή δεν θέλει να μειώσει τη δημόσια σπατάλη, ενώ εμείς θέλουμε μικρότερο κράτος και λιγότερους φόρους».

Είναι προφανές ότι ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση τα χάσματα παραμένουν και παρά τη σχετική ηπιότητα των λόγων, το πνεύμα της αντιπαλότητας κυριαρχεί εκατέρωθεν. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η ατζέντα του δημόσιου διαλόγου περιορίζεται στα εσωτερικά θέματα.

Αντιθέτως, με την απόσταση που του διασφαλίζει ο σημερινός ρόλος του, αλλά και με το βάρος της γνώσης των ευρωπαϊκών πραγμάτων, ο πρώην πρωθυπουργός προσπαθεί να μετατοπίσει το ενδιαφέρον στις πραγματικές σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ενωση αυτήν την περίοδο. Και προτάσσει τον κίνδυνο εξώθησης της χώρας από την ευρωζώνη σε ορίζοντα τριών ετών ή και νωρίτερα, χωρίς ωστόσο να διακινδυνεύει υποδείξεις συγκεκριμένης πολιτικής.