Η έκθεση του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ε.Ε. για την πορεία της ελληνικής οικονοµίας (8/6/2011) αναφέρεται σε πρόσθετα µέτρα λιτότητας (Μνηµόνιο 2) και νέα χρηµατοδοτική στήριξη, δεδοµένου ότι η Ελλάδα δεν θα µπορέσει να επανέλθει στις αγορές το 2012. Η Γερµανία υποστηρίζει ότι «η κατάσταση στην Ευρώπη και την Ελλάδα είναι σοβαρή» και γι’ αυτό απαιτείται ένα πρόγραµµα χρηµατοδοτικής στήριξης προκειµένου µε την καταβολή της πέµπτης δόσης (12 δισ. ευρώ) «να αποφευχθεί ο κίνδυνος στάσης πληρωµών και οι βαρύτατες συνέπειες σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο». Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γερµανικής πρότασης αποτελεί η συµµετοχή των ιδιωτών επενδυτών και τραπεζών, για την οποία έχουν εκφράσει τη διαφωνία τους η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Γαλλία. Οι διαφωνίες αυτές στους κόλπους των διεθνών ευρωπαϊκών οργανισµών αποτυπώνουν τις αντιθέσεις τραπεζικών και οικονοµικών συµφερόντων. Στο πλαίσιο αυτό η πρόταση της Γερµανίας περιλαµβάνει, εκτός από µέτρα λιτότητας, χρηµατοδοτική στήριξη προς την Ελλάδα 90 δισ. ευρώ, ποσό που θα επιτρέψει στη χώρα µας να επανέλθει στις αγορές στα µέσα του 2014. Το 1/3 θα προέλθει από τις χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ, το 1/3 από τα έσοδα του Μεσοπρόθεσµου Προγράµµατος ιδιωτικοποιήσεων και το 1/3 από εθελοντική συµµετοχή ιδιωτών επενδυτών και τραπεζών. Αντίθετα, η ΕΚΤ υποστηρίζει την εθελοντική επαναγορά ελληνικών κρατικών οµολόγων από ξένες τράπεζες αµέσως µετά τη λήξη τους, αποκλείοντας κάθε άλλη λύση.

Οι δανειστές µας και οι οίκοι αξιολόγησης θεωρούν ότι οι ιδιώτες πιστωτές δεν θα συµφωνήσουν εθελοντικά σε επιµήκυνση του χρόνου αποπληρωµής ελληνικών κρατικών οµολόγων που κατέχουν κυρίως γερµανικές και γαλλικές τράπεζες. Οι ΗΠΑ ανησυχούν για την κρίση χρέους στην Ευρώπη αφού επηρεάζεται και η αµερικανική οικονοµία, που προσπαθεί να ανακάµψει από την οικονοµική κρίση και ύφεση των δύο τελευταίων ετών.

Ωστόσο, τα νέαδεδοµένα που δηµιουργούνται στις µεσογειακές χώρες της Ευρώπης, οι οποίες υφίστανται τα ανεπιτυχή προγράµµατα σκληρής λιτότητας, µε την ένταση των κοινωνικών αντιδράσεων και των µαζικών κινητοποιήσεων αφού επιδεινώνεται το βιοτικό επίπεδο των µισθωτών και των συνταξιούχων, αυξάνεται ανησυχητικά η ανεργία, υποθηκεύονται τα περιουσιακά στοιχεία των χωρών τους και υπονοµεύεται η αναπτυξιακή προοπτικήτους, οδηγούν τα ευρωπαϊκά όργανα στηνΣύνοδο Κορυφής (23-24/6/2011)

να αναζητήσουνπολιτική λύση για τη χώρα µας προκειµένου να ανταποκριθούν στην κάλυψη των ταµειακών µαςαναγκών. Ετσι, επιδιώκεται η «εξαγορά» του αναγκαίου χρόνου «καθώς υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες ανάµεσα στις ευρωπαϊκές ρυθµιστικές αρχές, τις τράπεζες, τα κράτη»και τους ευρωπαίους πολίτες που αντιδρούν στα προγράµµατα λιτότητας 2010-2015. Η συνισταµένη των διαφωνιών θα επέλθει µε πολιτική συµφωνία Γερµανίας, Γαλλίας, ΕΚΤ και τραπεζών, για τη συµµετοχή ιδιωτών πιστωτών στην επιµήκυνση του χρόνου αποπληρωµής του χρέους διά µέσου επαναγοράς κρατικών οµολόγων. Οµως οι τρεις διεθνείς οργανισµοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, Ε.Ε.) δεν µπορεί να µην αντιλαµβάνονται τους αντιφατικούς στόχους των προγραµµάτων λιτότητας στην Ελλάδα: δηλαδή τη βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας, κυρίως διά µέσου της µείωσηςµισθών, της απορρύθµισης των εργασιακών σχέσεων και της αποδόµησης του κράτους – πρόνοιας και την αποπληρωµή, σε συνθήκες εσωτερικής υποτίµησης, των δανειακών κεφαλαίων της χώρας. Το αποτέλεσµα θα είναι, πάρα την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου την περίοδο 2010-2015 κατά 40%-45%, αφού το κόστος των παρεµβάσεων (2011-2015) ανέρχεται σε 28,2 δισ. ευρώ, το δηµόσιο χρέος να εξελίσσεται από 150% του ΑΕΠ το 2010, σε 139,5% του ΑΕΠ το 2015 και σε 200% το 2020.Ετσι, τα δυσµενή αυτά δεδοµένα συνηγορούν στην εκτίµηση ότι η «εξαγορά» του χρόνου από τα ευρωπαϊκά όργανα στη Σύνοδο Κορυφής του τέλους Ιουνίου δεν έχει µόνο χρηµατοπιστωτικό και οικονοµικό χαρακτήρα. Εχει και πολιτικό χαρακτήρα αφού την επόµενη τετραετία πραγµατοποιούνται εκλογικές αναµετρήσεις σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. και στις ΗΠΑ, που θα επηρεαστούν από την ένταση των κοινωνικών αντιδράσεων επιφέροντας αλλαγές στον συσχετισµό των πολιτικών δυνάµεων. Η επερχόµενη ανασύσταση των πολιτικών συσχετισµών στην Ευρώπη θαεπιφέρει ουσιαστικές διαπραγµατεύσεις και αλλαγές στις ασκούµενες πολιτικές λιτότητας που θα καταλήξουν σε όρους πολιτικού και αναπτυξιακού διακανονισµού του χρέους, αφού οι όροι του δηµοσιονοµικού διακανονισµού του έχουν καταστεί αναποτελεσµατικοί.

Από την άποψη αυτή, φαίνεται ότι από τις πρώτες ηµέρεςτου Μεσοπρόθεσµου Προγράµµατος λιτότητας 2011-2015 η Ελλάδα, οι χώρες της Μεσογείου και η Ευρώπη εισέρχονται στην περίοδο της αρχής του τέλους του.

Η επερχόµενη ανασύσταση των πολιτικών συσχετισµών στην Ευρώπη θα επιφέρει ουσιαστικές διαπραγµατεύσεις και αλλαγές στις ασκούµενες πολιτικές λιτότητας

Ο Σάββας Ροµπόλης είναι καθηγητής Παντείου Πανεπιστηµίου, επιστηµονικός διευθυντής Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ