Η (σχεδόν) χρεοκοπία έχει προκαλέσει µια ποιοτική συζήτηση γύρω από τα µεγάλα «γιατί». Η συζήτηση όµως αυτή, καθώς εύλογα πολιτικοποιήθηκε, τείνει να επιβεβαιώσει παλαιά και γνωστά σφάλµατα τόσο των φιλελεύθερων, όσο και των αριστερών προσεγγίσεων. Ο µύθος του «µεγάλου κράτους», για τους µεν, και η υποβάθµιση των οικονοµικών συνεπειών του αναποτελεσµατικού κράτους, για τους δε, επιθέτουν καταθλιπτικά τη σφραγίδα τους στον δηµόσιο διάλογο. Μερικές µάλιστα από τις λύσεις που προτείνονται οδηγούν, µέσω αντίθετων διαδροµών, στη «λατινοαµερικανοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας.

Κάποιες διευκρινίσεις είναι χρήσιµες.

α) Ο ελληνικός δηµόσιος τοµέας είναι µεγάλος αλλά το µέγεθός του δεν εξηγεί τη δηµοσιονοµική καταστροφή. Οι κρατικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν το 50,4% του ΑΕΠ (Εurostat, 2009) και είναι ελαφρώς χαµηλότερες από τον µέσο όρο της ευρωζώνης (50,8%) και βέβαια πολύ χαµηλότερες από εκείνες χωρών όπως η Φινλανδία (56,1%) ή η Σουηδία (55,8%), οι οποίες – την ώρα τουλάχιστον που γράφονται οι γραµµές αυτές – δεν έχουν ακόµη χρεοκοπήσει. Αν µάλιστα ληφθεί υπόψη το ύψος των στρατιωτικών δαπανών, τότε εύλογα µπορεί να υποστηριχθεί ότι οι δαπάνες του «πολιτικού» δηµόσιου τοµέα στην Ελλάδα είναι σαφώς µικρότερες από εκείνες των χωρών της ευρωζώνης. Συνεπώς, το κύριο πρόβληµα δεν είναι το υπερβολικά µεγάλο κράτος αλλά το αναποτελεσµατικό και σπάταλο, το ανεκδιήγητο κράτος. Η σµίκρυνση του Δηµοσίου (η µείωση κατά 30% των δηµοσίων υπαλλήλων φέρεται να είναι ο στόχος της κυβέρνησης) θα οδηγήσει, µε δεδοµένη την υπάρχουσα ποιότητα δοµών και στελέχωσης, στο πλήρες ξεχαρβάλωµα βασικών κοινωνικών υπηρεσιών. Η πορεία λατινοαµερικανοποίησης της χώρας συµπίπτει µε τη στρατηγική συρρίκνωσης του κράτους.

β) Το Δηµόσιο είναι πράγµατι ακραία υπερφορτωµένο στο µέτρο – και µόνο στο µέτρο – που τα έσοδά του υστερούν κατά πολύ των δαπανών. Στην Ελλάδα, τα συνολικά φορολογικά έσοδα είναι 35,1% του ΑΕΠ έναντι 40,9% για τις χώρες της ευρωζώνης (για το έτος 2008). Οι ως άνω 5,8 µονάδες υστέρησης κάνουν τη µεγάλη διαφορά και συνιστούν το «µοιραίο» έλλειµµα.

Βεβαίως, µια χώρα µε εκτεταµένο ιστό µικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούµενων είναι ιδεώδης οικονοµικός βιότοπος για την άνθηση της φοροδιαφυγής και της µαύρης οικονοµίας. Ωστόσο, εάν κατά την τελευταία τριακονταετία είχε συλληφθεί το 40% (µόνο) της διαφυγούσας φορολογητέας ύλης (δεν αναφερόµαστε στα επιπλέον ποσά που θα προέκυπταν από τον περιορισµό της εισφοροδιαφυγής), είναι βέβαιο ότι η χώρα, µε το ίδιο ακριβώς µέγεθος δηµόσιου τοµέα και µε τον ίδιο δείκτη σπατάλης, δεν θα διέτρεχε τον άµεσο κίνδυνο χρεοκοπίας. Ηταν µια τέτοια πολιτική υλοποιήσιµη; Αν µια τέτοια πολιτική θεωρείται µη υλοποιήσιµη σε µια χώρα όπου η ευρεία Αριστερά (ΠΑΣΟΚ και κοµµουνιστικός χώρος)

υπερβαίνει συστηµατικά το 52%-55% του εκλογικού σώµατος, τότε ας πάψουµε να µιλάµε και για Αριστερά και για κοινωνική δικαιοσύνη.

Εν τούτοις, η Αριστερά (ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ), αν και γνώριζε άριστα τα προηγούµενα, όπως και την ακραία υστέρηση των άµεσων φόρων (7,7% στην «αριστερή» Ελλάδα έναντι 12,2% στη «συντηρητική» ευρωζώνη), τα υποβάθµισε συστηµατικά. Στην πράξη, πολλοί αριστεροί ηγέτες και διανοούµενοι συµπεριφέρθηκαν και συµπεριφέρονται όπως εκείνοι οι πολίτες που ενώ αδιαφορούν για το έγκληµα που συντελείται µπροστά στα µάτια τους εγκαλούν – µάλλον σωστά, αλλά τι σηµασία έχει; – την παγκοσµιοποίηση και την Ε.Ε. για την αύξηση της εγκληµατικότητας στον πλανήτη. Και ενώ οι σηµερινές πολιτικές ακραίας λιτότητας αποτελούν κόλαφο για τις προηγούµενες αναλύσεις τους (που υποτιµούσαν τις οικονοµικές επιπτώσεις της κρατικής αναποτελεσµατικότητας), εξακολουθούν να δίνουν µαθήµατα «αριστεροσύνης».

Οι σκληροί δηµοσιονοµικοί καταναγκασµοί και ένας ενισχυµένος από την κρίση χρέους φιλελευθερισµός του συρµού ευνοούν τη στρατηγική σµίκρυνσης του Δηµοσίου και όχι µια πολιτική ριζικής ποιοτικής βελτίωσης των λειτουργικών και δηµοσιονοµικών δεδοµένων του κράτους. Αυτή η στρατηγική οδηγεί στη λατινοαµερικανοποίηση της χώρας και υπό αυτό το πρίσµα η λατινοαµερικανοποίηση και η παραµονή στην ευρωζώνη δεν αλληλοαποκλείονται. Στη λατινοαµερικανοποίηση όµως οδηγεί και η αντίθετη στρατηγική, η πολιτική της χαοτικής εξόδου από το ευρώ και της επιθετικής παύσης πληρωµών.

Η συντεταγµένη ανάταξη του κράτους και των φορολογικών µηχανισµών του αποτελεί τη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το ΠΑΣΟΚ έχει προς το παρόν αποτύχει σε αυτόν τον τοµέα. Η δε Αριστερά, δέσµια της πολωτικής στρατηγικής της, δεν έχει διατυπώσει ούτε µισή πρωτότυπη πρόταση για την αντιµετώπιση του προβλήµατος. Οι προοδευτικές δυνάµεις φαίνεται να σπαταλούν µια ιστορική «ευκαιρία».

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Η συντεταγµένη ανάταξη του κράτους και των φορολογικών µηχανισµών του αποτελεί τη βάση της κοινωνικής δικαιοσύνης

Ο Γεράσιµος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο