Δύο πράγµατα επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες εκλογές στη Σουηδία. Το πρώτο, ότι προπύργια ανεκτικότητας δεν υπάρχουν πια στην Ευρώπη: η ξενοφοβία, ο φόβος απέναντι στον µετανάστη έχουν απλωθεί παντού. Το δεύτερο, ότι µε κάποιες λαµπρές εξαιρέσεις η ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία ασθενεί βαριά. Και το δεύτερο δεν είναι άσχετο µε το πρώτο. Η αµηχανία της Κεντροαριστεράς στον τοµέα «µετανάστευση» είναι κι αυτή ένας από τους παράγοντες που στρέφουν τη Γηραιά Ηπειρο όλο και δεξιότερα.


Μια φορά και έναν καιρό (πριν από µόλις δέκα χρόνια), ο χάρτης της Ευρώπης ήταν βαµµένος κόκκινος, από το χρώµα της σοσιαλδηµοκρατίας. Σήµερα, µόνο κάποιες πιτσιλιές του χρώµατος αυτού έχουν αποµείνει· η Ελλάδα µάλιστα, στην οποία οι σοσιαλιστές όχι µόνο κυβερνούν αλλά εξακολουθούν να προηγούνται στις δηµοσκοπήσεις, σε πείσµα της πρωτοφανούς οικονοµικής κρίσης και του Μνηµονίου, µνηµονεύεται σχεδόν σαν αξιοπερίεργο από τους αναλυτές.

Οι εκλογές στη Σουηδία απλώς επιβεβαίωσαν, µε σοκαριστικό τρόπο είναι η αλήθεια, µια σχεδόν πανευρωπαϊκή πραγµατικότητα: η Κεντροαριστερά, αυτή που κυβέρνησε τη χώρα για 65 από τα τελευταία 78 χρόνια, αυτή που οικοδόµησε το θαυµαστό σουηδικό µοντέλο, αυτή που λειτούργησε ως ραχοκοκαλιά µιας από τις πιο πολιτισµένες, τις πιο φιλελεύθερες, τις πιο καινοτόµες κοινωνίες παγκοσµίως, πέτυχε το χειρότερο εκλογικό ποσοστό της από το 1920, εξασφαλίζοντας µόλις 156 έδρες σε σύνολο 349. Η Κεντροδεξιά αναδείχθηκε εκ νέου νικήτρια, έστω και χωρίς απόλυτη πλειοψηφία, µε 173 έδρες· και η Ακροδεξιά, το ξενόφοβο και λαϊκιστικό κόµµα των Δηµοκρατών της Σουηδίας, που θεωρεί ότι ήδη έχουν µπει υπερβολικά πολλοί «ξένοι» στη χώρα και χαρακτηρίζει το Ισλάµ «τη µεγαλύτερη απειλή µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο», κατάφερε να µπει στο κοινοβούλιο µε 20 έδρες – αµφότερα, φαινόµενα πρωτοφανή στη σουηδική ιστορία. Κάθε χώρα έχει τις ιδιαιτερότητές της και αυτές πρέπει να λαµβάνονται υπόψη όταν µιλάµε γενικά για υποχώρηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδηµοκρατίας. Σε χώρες όπως η Γερµανία, η Γαλλία και η Βρετανία, για παράδειγµα, όπου η Κεντροαριστερά βρισκόταν στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, πολλοί ψηφοφόροι την αντιµετωπίζουν ως συνένοχη στη χρηµατοπιστωτική απορρύθµιση και τον οικονοµικό φιλελευθερισµό που επέφεραν τη χειρότερη οικονοµική κρίση των τελευταίων 70 ετών. Και συνολικά όµως να δει κανείς την εικόνα, επισηµαίνει ο γάλλος πολιτικός αναλυτής Λοράν Μπουβιέ, «η σοσιαλδηµοκρατία αναδεικνύεται σε θύµα της κρίσης, κι ας έπρεπε θεωρητικά να µοιάζει µε ελπιδοφόρο καταφύγιο έπειτα από χρόνια νεοφιλελεύθερων υπερβολών».

Από τη Σουηδία και τη Δανία µέχρι την Ολλανδία, η Κεντροαριστερά υφίσταται µια αιµορραγία ψήφων προς πάσα κατεύθυνση – την Ακροαριστερά, τους Πράσινους, την Ακροδεξιά αλλά και τα παραδοσιακά συντηρητικά κόµµατα. Ανασφάλεια. Οι καιροί έχουν αλλάξει, επισηµαίνει η «Εl Ρais», η τεχνολογία και η παγκοσµιοποίηση έχουν συρρικνώσει την παραδοσιακή εργατική τάξη και τα συνδικάτα, έχουν φέρει εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το αύριο, έχουν σπρώξει στην κορυφή της ατζέντας νέα ζητήµατα, και η σοσιαλδηµοκρατία έχει µείνει πίσω, σε προγράµµατα και οράµατα που µοιάζουν παρωχηµένα, χωρίς πυξίδα, χωρίς ταυτότητα. Οι υποσχέσεις για αναδιανοµή του πλούτου µοιάζουν κούφιες σε µια εποχή που οι εισοδηµατικές ανισότητες γίνονται όλο και πιο έντονες. Οι παραδοσιακές αξίες της σοσιαλδηµοκρατίας, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η θρησκευτική ανοχή, η ενσωµάτωση των µεταναστών, την κατέστησαν ευάλωτη στους λαϊκιστές της Ακροδεξιάς αλλά και της Δεξιάς, από το Κόµµα της Ελευθερίας στην Ολλανδία µέχρι το Κόµµα της Προόδου στη Νορβηγία. «Οι λαοί της Ευρώπης έβλεπαν το βιοτικό τους επίπεδο να ανεβαίνει διαρκώς µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο και τώρα το βλέπουν να απειλείται», σηµειώνει η Χέδερ Γκάµπε, διευθύντρια του Ινστιτούτου Οpen Society στις Βρυξέλλες. «Το αποτέλεσµα είναι να µη θεωρείται πλέον σηµαντική η ανεκτικότητα ως ευρωπαϊκή αξία».

«Η µακρά σιωπή της Αριστεράς όσον αφορά τη µετανάστευση στρέφει την Ε.Ε. δεξιά», ήταν τις προάλλες ο τίτλος των «Sunday Τimes». Δεν είναι µόνο αυτό το πρόβληµα, είναι όµως ενδεικτικό της αδυναµίας της σοσιαλδηµοκρατίας να προτείνει λύσεις – που να πείθουν.

Οι Εργατικοί πλήρωσαν τη φθορά της εξουσίας


Επειτα από 13 χρόνια στην εξουσία, οι Εργατικοί οδηγήθηκαν τον Μάιο στην αντιπολίτευση – όχι τόσο λόγω της υπαρξιακής κρίσης που διέρχεται η ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά όσο εξαιτίας της κόπωσης των ψηφοφόρων, της αντιδηµοτικότητας του Γκόρντον Μπράουν, των «σπασµένων» (βλ. Ιράκ) του προκατόχου του, αλλά και του προγράµµατος του συντηρητικού Ντέιβιντ Κάµερον, που θυµίζει περισσότερο µπλερισµό παρά θατσερισµό. Οι εσωκοµµατικές εκλογές που καταλήγουν σήµερα στην ανακοίνωση του ονόµατος του νέου ηγέτη, παρουσιάστηκαν ως µια µονοµαχία µεταξύ αδελφών. Είναι όµως κάτι πολύ περισσότερο, ένα κονταροχτύπηµα ανάµεσα σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, ανάµεσα στην πεποίθηση ότι, για να επανέλθει στην εξουσία, το κόµµα πρέπει να επιµείνει στη φιλική προς την αγορά ιδεολογία του Νέου Εργατικού Κόµµατος (Ντέιβιντ Μίλιµπαντ) και τη βεβαιότητα ότι επιβάλλεται στροφή του κόµµατος προς τα αριστερά, ώστε να επιστρέψουν οι δυσαρεστηµένοι ψηφοφόροι της εργατικής τάξης και του δηµόσιου τοµέα (Εντ Μίλιµπαντ). Πολύτιµος σύµµαχος των Εργατικών είναι σε κάθε περίπτωση ο προϋπολογισµός λιτότητας που εφαρµόζει η κυβέρνηση συνασπισµού Τόρις – Φιλελεύθερων.

Ποιος θα νικήσει τον Νικολά Σαρκοζί;


Οι γάλλοι Σοσιαλιστές βρίσκονται εκτός εξουσίας από το 2002 και µέχρι πέρυσι, οι δηµοσκοπήσεις τούς ήθελαν να µένουν µακριά από τα Ηλύσια Πεδία για καιρό ακόµα. Οµως η δηµοτικότητα του Νικολά Σαρκοζί παραµένει σταθερά στο ναδίρ, και οι λίγες ποσοστιαίες µονάδες που του εξασφάλισε ο νέος πόλεµος τον οποίο κήρυξε στην εγκληµατικότητα, τη λαθροµετανάστευση και τους Ροµά αποδεικνύονται κάτι σαν παρηγοριά στον άρρωστο. Μη θέλοντας να επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος, οι Σοσιαλιστές βγάζουν τον τελευταίο καιρό την εικόνα ότι είναι ενωµένοι όσο ποτέ. Κατ’ ουσίαν, όµως, η µάχη για την ανάδειξη, την επόµενη χρονιά, του υποψηφίου για την προεδρία δεν έχει ακόµα ξεκινήσει. Και η επιλογή δεν θα είναι απλή: η τριάδα των επικρατέστερων διεκδικητών του χρίσµατος περιλαµβάνει έναν θιασώτη του κοινωνικού φιλελευθερισµού (τον νυν επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντοµινίκ Στρος-Καν), µία Σοσιαλίστρια της παλιάς σχολής (τη νυν γ.γ. Μαρτίν Οµπρί) και µία λαϊκίστρια της Αριστεράς (την αιώνια υποψήφια Σεγκολέν Ρουαγιάλ).

Οι Πράσινοι διεµβολίζουν τους Σοσιαλδηµοκράτες


Στις περυσινές εκλογές, οι Γερµανοί Σοσιαλδηµοκράτες υπέστησαν τη δεινότερη εκλογική τους ήττα µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, εξασφαλίζοντας µόλις το 23% των ψήφων. Οι αναλύσεις των εκλογολόγων έδειξαν τότε πως ένας ίσος αριθµός παλαιών ψηφοφόρων τους «κατέφυγαν» στους Πράσινους και το κόµµα της Αριστεράς.

Απαλλαγµένη από το βάρος του «µεγάλου συνασπισµού», η Ανγκελα Μέρκελ κατάφερε να σχηµατίσει αυτήν τη φορά κυβέρνηση µε τους Ελεύθερους Δηµοκράτες, τους παραδοσιακούς της εταίρους. Επειτα ήρθε όµως η κρίση του ευρώ, η πολεµική για τη βοήθεια στην Ελλάδα, η αθέτηση των φορολογικών υποσχέσεων και (πιο πρόσφατα) η αντιλαϊκή απόφαση της Μέρκελ να παρατείνει για 12 χρόνια τη λειτουργία των γερµανικών πυρηνικών αντιδραστήρων. Αποτέλεσµα; Για τους Σοσιαλδηµοκράτες, του Ζίγκµαρ Γκάµπριελ, σχεδόν µηδαµινό: παραµένουν στο 24%. Η δηµοτικότητα των Πρασίνων όµως έσπασε αυτήν την εβδοµάδα κάθε ρεκόρ – έφτασε και αυτή στο 24%. Για πρώτη φορά µάλιστα υπάρχει ενδεχόµενο να κερδίσουν στις τοπικές εκλογές του 2011 τον έλεγχο κάποιου κρατιδίου, της Βάδης-Βυρτεµβέργης ή / και του Βερολίνου.

Η Αριστερά µοιάζει µε «κακοδεµένη µαγιονέζα»


Τι κι αν ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι διεκδικεί επάξια τον τίτλο του πρωθυπουργού µε τα περισσότερα σκάνδαλα (κάθε χρώµατος, από το ροζ µέχρι το χρώµα του χρήµατος); Το µεγαλύτερο κόµµα της ιταλικής Κεντροαριστεράς, το Δηµοκρατικό Κόµµα, πιστώνεται µε µόλις 27% στην πρόθεση ψήφου, ποσοστό πολύ χαµηλότερο από το 33% που εξασφάλισε στις εκλογές του 2008, µε ηγέτη τότε τον Βάλτερ Βελτρόνι. Την τελευταία δεκαετία, η Κεντροαριστερά κατάφερε να βρεθεί στην εξουσία µόνον για δύο χρόνια – έναντι τεσσάρων εκλογικών νικών του Μπερλουσκόνι.

Και το κοντράστ ανάµεσα στον επικοινωνιακό Καβαλιέρε και τον ουδόλως χαρισµατικό νυν ηγέτη του Δηµοκρατικού Κόµµατος, τον Πιερλουίτζι Μπερσάνι, δεν θα µπορούσε να είναι πιο δυσοίωνο. Πόσω µάλλον αφού οι περισσότεροι Ιταλοί εξακολουθούν να βλέπουν το κόµµα αυτό όχι ως µια σοβαρή αντιπρόταση αλλά ως «µία κακοδεµένη µαγιονέζα αποτελούµενη από πρώην χριστιανοδηµοκράτες και πρώην κοµµουνιστές που κοιτούν µόνο πώς να διατηρήσουν τα προνόµιά τους».

Οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν το τέλος


Το Σοσιαλιστικό Κόµµα του Χοσέ Μανουέλ Ροντρίγκες Θαπατέρο αναπολεί µε νοσταλγία την περίοδο της πρώτης του θητείας, από το 2004 έως το 2008, τότε που το πρωτοποριακό νοµοθετικό του έργο στον τοµέα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωµάτων το είχε αναδείξει σε enfant gâté του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόµµατος. Ο Θαπατέρο κατάφερε µεν να επανεκλεγεί το 2008, είναι όµως σήµερα επικεφαλής µιας κυβέρνησης µειοψηφίας και οι δηµοσκοπήσεις δείχνουν πως τον Νοέµβριο θα χάσει τον έλεγχο της πλούσιας Καταλωνίας και το 2012 (αν όχι νωρίτερα) θα χάσει τον έλεγχο όλης της χώρας από το αντιπολιτευόµενο Λαϊκό Κόµµα. Συνδικάτα και παραδοσιακοί ψηφοφόροι της ισπανικής κεντροαριστεράς δεν του συγχωρούν ούτε το ποσοστό – ρεκόρ της ανεργίας ούτε και τα σκληρά µέτρα λιτότητας που ήδη εφαρµόζει ή προωθεί, από τις περικοπές στους µισθούς των δηµοσίων υπαλλήλων και τη συνταξιοδοτική µεταρρύθµιση µέχρι την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, που καθιστά πιο εύκολη την πρόσληψη και την απόλυση εργαζοµένων.