Τα «ζευγάρια» των προηµιτελικών δεν έχουν γίνει ακόµη γνωστά. Γνωρίζουµε µόλις τα µισά, όµως η Εθνική βρίσκεται ήδη στη βάση της. Με σκυµµένα κεφάλια, σηµάδια εσωστρέφειας και προβληµατισµό για την «επόµενη ηµέρα».

Τα τελευταία χρόνια είχαµε συνηθίσει η υποδοχή της πιο επιτυχηµένης οµάδας στην ιστορία του ελληνικού αθλητισµού σε επίπεδο Εθνικών, να µοιάζει µε… συναυλία των U2. Να αστράφτουν ασταµάτητα τα φλας, ζητωκραυγές να δονούν την ατµόσφαιρα, βίντεο να ανεβαίνουν στο ΥouΤube και κάπου ανάµεσα σε αυτά, εκπρόσωποι της Πολιτείας να προγραµµατίζουν επίσκεψη στον Πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν περιλάµβανε η επιστροφή της Εθνικής από την Τουρκία. Για την ακρίβεια θύµιζε την προηγούµενη φορά που η οµάδα επέστρεψε από τη γειτονική χώρα, το 2001, όταν για τελευταία φορά είχε αποκλειστεί πριν από τα προηµιτελικά.

Υστερα από 9 χρόνια βρέθηκε στην ίδια θέση, αλλά εκείνο που προβληµατίζει περισσότερο δεν είναι η αποτυχία, αλλά η αγωνιστική εικόνα στο σύνολο του τουρνουά και το γεγονός ότι οι ενδείξεις την παρουσιάζουν αντιµέτωπη µε το τέλος µιας (χρυσής) εποχής.

Μια αποτυχία δεν σηµαίνει το τέλος του κόσµου. Αλλωστε καµιά οµάδα δεν έχει υπογράψει συµβόλαιο µε τα µετάλλια. Αν λοιπόν ο πρόωρος αποκλεισµός είχε συνδυαστεί µε καλή αγωνιστική εικόνα, αν δεν είχε προηγηθεί η επιλογή αντιπάλου (άρα και η επιλογή της ήττας από τη Ρωσία) κι αν ο αντίπαλος ήταν στο αγωνιστικό επίπεδο των προηγούµενων χρόνων, δεν θα µπορούσε να δικαιολογηθεί η ανησυχία.

Η Εθνική είχε «χρυσή» ευκαιρία να βάλει τέλος στην πελατειακή σχέση που έχει αναπτύξει µε την Ισπανία. Είχε ρόστερ που έµοιαζε και ήταν πιο γεµάτο και ισορροπηµένο από τα προηγούµενα χρόνια και αντιµετώπιζε την πιο «πληγωµένη» Ισπανία των τελευταίων ετών.

Κι όµως σε ένα από τα καλύτερα µατς του Διαµαντίδη µε τη φανέλα της Εθνικής, µε εξαιρετικό τον Ζήση και τον Σπανούλη σε πολύ καλή απόδοση, η Εθνική ηττήθηκε από τα «δευτερότριτα» της Ισπανίας.

Αυτό συνέβη γιατί ήταν περισσότεροι και ήµασταν λιγότεροι και κυρίως χωρίς ισορροπία στο παιχνίδι µας. Ο Σκαριόλο διαχειρίστηκε καλύτερα το υλικό που είχε στη διάθεσή του, µε τις εντολές του «συµµετείχε» στον αγώνα, αντίθετα µε τον Καζλάουσκας που δεν αντέδρασε ή µάλλον δεν είχε προβλέψει εναλλακτικά πλάνα…

Το πρόβληµα της Εθνικής σε όλο το τουρνουά ήταν η επίθεση απέναντι σε άµυνες χώρου (ζώνη), ενώ δεν έβγαζε την απαραίτητη ενέργεια στην άµυνα ώστε να αλλάξει τον ρυθµό ενός µατς από τα µετόπισθεν.

Το inside game απουσίαζε, καθώς ο Μπουρούσης είχε ρόλο σουτέρ, ο Σχορτσιανίτης δεν είχε δυνάµεις και ήταν (ξανά)

άστοχος από τις βολές (όπου τον έστελναν οι αντίπαλοι) και ο Καζλάουσκας δεν βρήκε λύσεις ή δεν µπόρεσε να τις επιβάλει, ενώ τα ποσοστά στα από τα 6µ25 ήταν καταδικαστικά.

Με την Ισπανία, το ένστικτο της επιβίωσης έκανε τους διεθνείς πιο µαχητικούς στην άµυνα.

Οµως σε τέτοιο επίπεδο είναι αδύνατο για κάποιον παίκτη να αντεπεξέλθει για 36-38 λεπτά. Τόσα λεπτά όµως ο άτολµος Καζλάουσκας χρησιµοποίησε τους Διαµαντίδη, Σπανούλη, Ζήση και για 32’ τον Φώτση!

Οταν επιχείρησε να τους αποσύρει (ο Σκαριόλο είχε αντικαταστήσει τους Ναβάρο, Φερνάντεθ, Ρούµπιο), οι Ισπανοί έκαναν την ανατροπή γιατί είχαν πλάνο και στρατηγική. Επαιξαν ζώνη για να κρύψουν αδυναµίες τους, «χτύπησαν» µε pick’n’roll τα αργά πόδια των ψηλών µας και γενικώς κούρασαν τους παίκτες, µέχρι να επιστρέψουν οι «πρωτοκλασάτοι» και να ρίξουν τη χαριστική βολή.

Ο Καζλάουσκας δεν είχε προετοιµάσει την οµάδα για εναλλακτικά σχήµατα, δεν «συµµετείχε», δεν ρίσκαρε και τελικά η Εθνική φάνηκε πιο αδύναµη από πέρυσι ενώ δεν ήταν.

Τα φαινόµενα, εν προκειµένω, απατούν, όµως επειδή το αποτέλεσµα µετράει, είναι πιο πειστικά και από την τελειότερη εικονική πραγµατικότητα!

ΕΥΘΥΝΕΣ

Την ώρα που ο Σκαριόλο -και παρά τα προβλήµατα- διαχειριζόταν άψογα το υλικό του, ο Καζλάουσκας κρατούσε τα µισά όπλα του στον πάγκο και κούραζε τα άλλα µισά

ΑΤΟΛΜΟΣ

Ο Λιθουανός δεν είχε προετοιµάσει την οµάδα για εναλλακτικά σχήµατα, δεν «συµµετείχε», δεν ρίσκαρε και τελικά η Εθνική φάνηκε πιο αδύναµη από πέρυσι ενώ δεν ήταν

ΣΤΟΥΣ ΨΗΛΟΥΣ

Ο Μπουρούσης είχε ρόλο… σουτέρ ενώ ο Σχορτσιανίτης έµενε από δυνάµεις και ήταν ξανά άστοχος από τις βολές