Η στιγµή της κρίσης είναι η µεγάλη στιγµή για τη µεταρρύθµιση των συντηρητικών συστηµάτων. Η Ε.Ε. είναι ένα τέτοιο σύστηµα και βρίσκεται σε µια τέτοια στιγµή. Εν τούτοις, σε αυτή την ευνοϊκή φάση, η δεσπόζουσα δύναµη της Αριστεράς, η σοσιαλδηµοκρατία, δεν έχει στοιχειωδώς διατυπώσει µία στρατηγική αριστερής ευρωπαϊκής µεταρρύθµισης. Οι σοσιαλιστές απέχουν. Χάθηκαν κάπου στην καταιγίδα. Η αυτοπεριθωριοποίηση µιας τόσο µεγάλης (ακόµη) κοµµατικής οικογένειας δεν έχει προηγούµενο στην κοινοτική ιστορία των τελευταίων 40 ετών.

Ο συσχετισµός δύναµης εξηγεί την εντυπωσιακή σιωπή – αλλά µόνο σε έναν βαθµό. Τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόµµατα βρίσκονται στην αντιπολίτευση, και, βεβαίως, είναι στην αντιπολίτευση σε δύο σηµαντικές και κρίσιµες χώρες, τη Γερµανία και τη Γαλλία. Επίσης, τρεις σοσιαλιστικές κυβερνήσεις, η ισπανική, η πορτογαλική και, φυσικά, η ελληνική, έχουν (αυτο)εξουδετερωθεί, διότι οι χώρες τους αντιµετωπίζονται περισσότερο σαν µέρος του προβλήµατος παρά της λύσης. Η συρρίκνωση της σοσιαλιστικής οµάδας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, µετά το καταστροφικό αποτέλεσµα των ευρωεκλογών, έχει περαιτέρω αποδυναµώσει την επιρροή της Κεντροαριστεράς. Το δε Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόµµα (ΕΣΚ), καθρέπτης όλων των προηγουµένων, έχει επίσης διακριθεί διά της απουσίας του, όπως ακριβώς και στις ευρωεκλογές, µε την τότε αδυναµία του να προβάλει µια εναλλακτική υποψηφιότητα σε εκείνη του Μπαρόζο.

Βέβαια, και τα άλλα ευρωκόµµατα βούλιαξαν µέσα στην κρίση (µε τη φωτεινή εξαίρεση του Κόµµατος Ευρωπαϊκής Αριστεράς). Οπως άλλωστε βούλιαξαν οι «αισιόδοξες» θεωρίες κάποιων (λίγων) πολιτικών επιστηµόνων για τη δυναµική των ευρωκοµµάτων, καθώς οι ρυθµοί των γεγονότων ενίσχυσαν τη διακυβερνητική λειτουργία (αλλά και την υπερεθνική Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Εν τούτοις, η αποτυχία του ΕΣΚ είναι άλλου µεγέθους. Το ΕΣΚ ήταν εκ θέσεως – ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία του _ η φυσική δοµή και το φυσικό οργανωτικό πλαίσιο συντονισµού της δράσης των σοσιαλιστών. Η λογική των πραγµάτων, λόγω της µειοψηφικής συµµετοχής στα κοινοτικά όργανα, ευνοούσε έναν τέτοιο ρόλο, δηλαδή το να περάσει η πολιτική και προγραµµατική πρωτοβουλία των σοσιαλιστών µέσα από το ΕΣΚ και τη σύνοδο των ηγετών του. Αυτό δεν έγινε. Το ΕΣΚ δεν είχε και δεν απέκτησε βάρος, δεν υπερέβη τις εγγενείς αδυναµίες του και δεν ανέλαβε τον δύσκολο έργο του κέντρου παραγωγής µεταρρυθµιστικής πολιτικής. Με δεδοµένες τις έκτακτες συνθήκες και το ευνοϊκό για την ανάληψη πρωτοβουλιών περιβάλλον, η αποτυχία των σοσιαλιστών δεν έχει ελαφρυντικά. Υπήρξε παταγώδης.

Η Ευρώπη δεν αλλάζει µε λόγια. Η ιστορία της ενοποίησης δείχνει ότι η προώθηση βαθιών µεταρρυθµίσεων προϋποθέτει την ανάδυση µιας στρατηγικής ηγεσίας και τη διαµόρφωση, λόγω της πολυκρατικής φύσης του καθεστώτος, ενός µεγάλου συνασπισµού στήριξης της µεταρρυθµιστικής πολιτικής. Σήµερα, όπως και στο παρελθόν, τα φιλόδοξα οράµατα µεταρρύθµισης, είτε ονοµάζονται φεντεραλισµός, είτε αριστερός ευρωπαϊσµός, είτε Ευρώπη των λαών, είτε Ευρώπη των «σοσιαλιστικών πολιτειών», θα αποτύχουν εάν στερούνται στρατηγικής ηγεσίας και εάν δεν τείνουν στη δηµιουργία µεγάλων συνασπισµών. Η σηµερινή σοσιαλδηµοκρατία είναι – σχεδόν – εκτός µάχης, ακριβώς γιατί δεν διαθέτει στρατηγικό κέντρο, υπερέχουσα µεταρρυθµιστική ιδέα και, συνακόλουθα, πολιτική συµµαχιών. Ως συνέπεια τούτου, δεν µετατρέπει σε συντεταγµένη πολιτική τις ενδιαφέρουσες αλλά σκόρπιες προτάσεις που διατυπώνονται στο εσωτερικό της αριστερής «δηµόσιας σφαίρας» (και οι οποίες προέρχονται τόσο από το σοσιαλδηµοκρατικό όσο και από τα πιο ριζοσπαστικά ρεύµατα της Αριστεράς). Δεν λειτουργεί καν σαν ένα είδος ευρωπαϊκής αξιωµατικής αντιπολίτευσης, σαν φορέας δηλαδή µιας άλλης, έστω µειοψηφικής, αλλά εναλλακτικής αντίληψης για την Ευρώπη.

Συχνά, βέβαια, όποιος αιωρείται στρατηγικά καταφεύγει στα µεγάλα λόγια (πολιτική ενοποίηση, φεντεραλισµός, οικονοµική διακυβέρνηση). Κανένα όµως κράτος δεν είναι έτοιµο να αποδεχθεί τέτοιους στόχους. Και καµία κοινωνία. Μια µεγάλη µεταρρυθµιστική συµµαχία µάλλον οφείλει να επιλύσει παρόντα – και αρκούντως δύσκολα – προβλήµατα, όπως τη διαµόρφωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο µιας νέας ισορροπίας ανάµεσα στις δηµόσιες εξουσίες και τις αγορές. Αυτό, ipso facto, ενισχύει την «πολιτική» Ευρώπη. Και απαιτεί νέους ευρωπαϊκούς κανόνες και θεσµούς για να υλοποιηθεί. Ως πότε θα χαϊδεύει η πολιτική ηγεσία (ευρωπαϊκή και εθνική) τις χρηµατοπιστωτικές αγορές; Είναι τόσο δύσκολο να δει κανείς ότι η ταύτιση της Ε.Ε. µε µηχανισµούς παραγωγής οικονοµικού ανορθολογισµού και κοινωνικής αδικίας υπονοµεύει τη λαϊκή στήριξη του ευρωπαϊκού εγχειρήµατος; Σοβαρές προτάσεις θεσµικής ενίσχυσης της Ευρώπης και σοβαρές προτάσεις απελευθέρωσής της από τη «µαγεία» των αγορών αναζητούν τον στρατηγικό παίκτη που θα τις κάνει να συγκλίνουν, ώστε να διαµορφωθεί η κοινή βάση ενός νικηφόρου, δηλαδή ρεαλιστικού, σεναρίου µεταρρύθµισης.

Καθώς οι αγορές απειλούν τα κράτη, ευρύτερες δυνάµεις, µη σοσιαλδηµοκρατικές, µη αριστερές και, βέβαια, µη φεντεραλιστικές έχουν συµφέρον από µια τέτοια κατεύθυνση µεταρρυθµίσεων. Το ερώτηµα για τους σοσιαλιστές είναι απλό: εάν όχι τώρα, πότε;

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

Η ιστορία της ενοποίησης δείχνει ότι η προώθηση βαθιών µεταρρυθµίσεων προϋποθέτει την ανάδυση µιας στρατηγικής ηγεσίας και τη διαµόρφωση συµµαχιών

Ο Γεράσιµος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήµιο, εντεταλµένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήµιο Βρυξελλών