Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν είναι τίποτε άλλο παρά σχετικές τιμές διαφορετικών νομισμάτων ανά ζεύγη. Η διαμόρφωσή τους μεσοπρόθεσμα αντανακλά παράγοντες προσφοράς και ζήτησης των εν λόγω νομισμάτων: Π.χ. μία σχετικά «χαλαρή» νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ σχετικά με μία «σφιχτή» νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη προκαλεί, ceteris paribus, ανατίμηση του ευρώ ως προς το δολάριο· μια ταχύτερη άνοδος του ΑΕΠ στις ΗΠΑ σε σχέση με την άνοδο του ΑΕΠ της ευρωζώνης προκαλεί, ceteris paribus, ανατίμηση του δολαρίου ως προς το ευρώ. Σύμφωνα με μία δημοφιλή θεωρία, η οποία όμως αναφέρεται στη μακροπρόθεσμη περίοδο, η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ δύο νομισμάτων εξασφαλίζει την ισοδυναμία της αγοραστικής δύναμης μεταξύ των δύο χωρών. Με βάση τη θεωρία αυτή, η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ μπορεί να είναι οτιδήποτε μεταξύ 1,15 και 1,35 δολάρια. Βραχυπρόθεσμα, η πρόβλεψη της μεταβολής των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι αδύνατη. Στην τεχνική γλώσσα, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες ακολουθούν αυτό που στη στατιστική επιστήμη ονομάζεται «τυχαίος περίπατος». Επιπλέον, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες τείνουν να υπεραντιδρούν, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, σε αλλαγές των θεμελιωδών μεγεθών ή/και των προσδοκιών των συναλλασσομένων.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσει κάποιος για υπερτιμημένο ή υποτιμημένο ευρώ για ένα μεγάλο εύρος τιμών. Ας θυμηθούμε ότι η αρχική ισοτιμία του ευρώ ήταν 1,1744 δολάρια τον Ιανουάριο του 1999, υποτιμήθηκε στα περίπου 0,85 δολάρια το 2002, κατόπιν ανατιμήθηκε σημαντικά, ξεπερνώντας τα 1,45 δολάρια το 2008, ισοτιμία που συνέπεσε με την κατάρρευση της Lehman Βrothers στις ΗΠΑ. Η σημερινή διολίσθησή του σε περίπου 1,2 δολάρια, η οποία υπό τις σημερινές συνθήκες ύφεσης της ελληνικής οικονομίας περισσότερο μας ωφελεί (λόγω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας) παρά μας βλάπτει (λόγω ενίσχυσης του πληθωρισμού), οφείλεται στις ανησυχίες των συναλλασσομένων για τη δημοσιονομική κατάσταση ορισμένων χωρών-μελών της ευρωζώνης, με προεξάρχουσα την Ελλάδα.

Οικονομική ολοκλήρωση

Για να διασκεδαστούν οι ανησυχίες αυτές, η ευρωζώνη πρέπει να προχωρήσει, πέραν των απαραίτητων μέτρων άμεσης δημοσιονομικής εξυγίανσης των χωρών-μελών με υψηλό χρέος, στη διόρθωση ενός βασικού αρχικού λάθους σχεδιασμού, κάνοντας ένα αποφασιστικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση, δεδομένου ότι σήμερα είναι νομισματική ένωση και ελάχιστα οικονομική ένωση. Αυτό ρεαλιστικά μπορεί να γίνει ως εξής:

Πρώτον, με τη μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού πακέτου στήριξης των 750 δισ. ευρώ σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, στα πρότυπα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που θα έχει σκοπό την παροχή ρευστότητας σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, όπως οι σημερινές.

Δεύτερον, με την αυστηρή τήρηση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων λελογισμένων ποινών σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης. Το Σύμφωνο πρέπει να γίνει πιο αυστηρό ως προς την εφαρμογή του, συγχρόνως όμως και πιο ευέλικτο.

Τρίτον, με την υποχρέωση των κρατώνμελών να λαμβάνουν μέτρα όταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους ξεπερνά ένα όριο, έστω 4% του ΑΕΠ, θετικό ή αρνητικό.

Τέταρτον, με την εφαρμογή ενός πιο περιοριστικού εποπτικού συστήματος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και για τον περιορισμό επιθετικών συναλλακτικών πρακτικών.

Ο Γιάννης Στουρνάρας είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ

Η ευρωζώνη πρέπει να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς την οικονομική ένωση