Εάν υπάρχει ένας όρος στον οποίο οι εκδότες (αλλά και οι ιδιοκτήτες άλλων µέσων ενηµέρωσης) ανά τον κόσµο επιµένουν και προτάσσουν διαρκώς, τούτος είναι η «ποιότητα» του περιεχοµένου. Βέβαια, τούτο δεν γίνεται τόσο µε αναφορά στις παραδοσιακές τους αγορές (Τύπος, ραδιοτηλεόραση) αλλά στο περιβάλλον του Διαδικτύου, εκεί που ο ανταγωνισµός από παρόχους που εξειδικεύονται στα νέα Μέσα τούς έχει φέρει σε δυσµενή θέση. Η αντιδιαστολή εντείνεται όταν η σύγκριση γίνεται µε τους «ερασιτέχνες», δηλαδή µε περιεχόµενο που παράγεται από απλούς πολίτες, χοµπίστες ή συγγραφείς ιστολογίων (bloggers). Οι λόγοι προφανείς: τόσο η τόνωση της επισκεψιµότητας όσο και, το τελευταίο διάστηµα, η αιτιολόγηση µίας ενδεχόµενης χρέωσης αντιτίµου (συνήθως στο µοντέλο µηνιαίας ή ετήσιας συνδροµής) στον τελικό χρήστη. Τέλος, οη διατυµπάνιση της ποιότητας ίσως διευκολύνει τη χρέωση υψηλότερων τιµών στους διαφηµιζόµενους – ζήτηµα καίριο όταν άνω του 90% των online εσόδων προέρχονται από τη διαφήµιση.

Το θέµα που προκύπτει ωστόσο έγκειται στο ότι ο ιστορικός ορισµός της ποιότητας, αυτός που ισχύει δηλαδή στα έντυπα Μέσα, τείνει –καλώς ή κακώς – να καταστεί ανεπίκαιρος ή και αναχρονιστικός στην αγορά του Ιντερνετ. Σύµφωνα µε ειδικούς των νέων Μέσων, τούτο αφορά όλους τους βασικούς πυλώνες της «ποιότητας» όπως, πρώτα απ’ όλα, τα διαπιστευτήρια του κάθε µέσου ενηµέρωσης, ήτοι την εταιρική του φήµη αλλά και ως προϊόντος καθώς και τα πρότυπα ή τις διαδικασίες που έχει καθιερώσει. Πράγµατι, στο Διαδίκτυο διαπιστώνεται µία µετάλλαξη όπου η εγκυρότητα δεν είναι µόνο θέµα «µάρκας» αλλά, παράλληλα, είτε αριθµού παραποµπών προς φίλους σε sites κοινωνικής δικτύωσης είτε εµφάνισης σε υψηλή θέση στις µηχανές αναζήτησης. Κατά δεύτερο λόγο, υποχωρεί η έννοια του ορθού και ακριβούς καθώς οι χρήστες δείχνουν να εκτιµούν πρωτίστως την ταχύτητα ενηµέρωσης – το έγκαιρο σηµαντικότερο του έγκυρου, δηλαδή. Τρίτον, αντίστοιχα µειώνεται η σηµασία της αντικειµενικότητας και της ισορροπηµένης κάλυψης, αµφότεροι παράµετροι ύψιστης σηµασίας την εποχή όπου οι πηγές ενηµέρωσης ήσαν λιγοστές – σήµερα, ζητάται αιχµηρή (εξ ορισµού υποκειµενική) άποψη καθώς η δουλειά της «σύνθεσης» αντικρουόµενων απόψεων µετακυλίεται στον χρήστη. Τέλος, εξαφανίζεται σταδιακά η δηµοσιογραφία ως «ανώτερη τέχνη», ήτοι τα µακροσκελέστατα θέµατα µε περίπλοκη γραφή – όπως δήλωσε ο Μπεν Ελοβιτς, επενδυτής σε εταιρείες Ιντερνετ: τα παλαιά ΜΜΕ θέλουν να κερδίζουν βραβεία Πούλιτζερ, τα νέα Μέσα θέλουν να κερδίζουν αναγνώστες.

Οι δυσκολίες προσαρµογής των παραδοσιακών µέσων ενηµέρωσης στη νέα εποχή επιτείνονται από δύο επιπρόσθετους παράγοντες που, αντίστοιχα, αναδιαµορφώνουν τον ορισµό της «ποιότητας», όπως την αντιλαµβάνονται οι χρήστες. Αρχικά, η έµφαση παύει να είναι αποκλειστικά στο περιεχόµενο αλλά επεκτείνεται και στην τεχνολογία, δηλαδή στις εφαρµογές ή υπηρεσίες που προσφέρει κανείς στους αναγνώστες ώστε να κάνουν χρήση της όποιας ύλης. Ορισµένοι το αντιλαµβάνονται αυτό σαν µία νέα µορφή «συσκευασίας», άλλοι ως µαθηµατική εξίσωση: περιεχόµενο συν τεχνολογία ίσον «εµπειρία». Κατά δεύτερο (και σχετικά αλληλένδετο) λόγο, κρίσιµη γίνεται και η διάσταση της διανοµής ή εκτενούς διαθεσιµότητας και ορατότητας του περιεχοµένου: καθώς ο µέσος χρήστης επισκέπτεται δεκάδες ιστοσελίδες, οι εκδότες επιβάλλεται να φροντίζουν η ύλη τους να αναµεταδίδεται συστηµατικά σε µηχανές αναζήτησης, ιστολόγια και online κοινότητες.

Ολα αυτά δεν σηµαίνουν πως, λόγου χάρη, ένα αναλυτικό, αποκαλυπτικό και ισορροπηµένο ρεπορτάζ σε µια µεγάλη εφηµερίδα παύει να έχει ισχυρό αντίκτυπο. Ωστόσο, µία σταδιακή µεταµόρφωση έχει αρχίσει να συντελείται τα τελευταία χρόνια – και µόνο οι εθελοτυφλούντες µπορούν να το αρνηθούν. Και δεν είναι απαραίτητα λιγοστοί αυτοί – κυρίως δηµοσιογράφοι – που κρίνουν τη νέα πραγµατικότητα ως ανησυχητική: όχι µόνο διότι το περιεχόµενο εξισώνεται µε την τεχνολογία και τη διανοµή αλλά επειδή παύει να είναι ζήτηµα αντικειµενικών κανόνων και η αξιολόγησή του προκύπτει ως απόλυτα υποκειµενική. Παραµένει το ερώτηµα εάν αυτή η καίρια µεταβολή θα θεωρηθεί εκδηµοκρατισµός ή εκχυδαϊσµός. Θα δείξει – και σύντοµα µάλιστα.

Ο Κωνσταντίνος Καµάρας είναι σύµβουλος της Διεθνούς Ενωσης Εφηµερίδων και µέλος του Δ.Σ. του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισµού για τη διαδραστική επικοινωνία.

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Οι δυσκολίες προσαρµογής των παραδοσιακών µέσων ενηµέρωσης στη νέα εποχή, αναδιαµορφώνουν τον ορισµό της «ποιότητας», όπως την αντιλαµβάνονται οι χρήστες