Φταίει η Ανγκελα Μέρκελ για τη λαίλαπα των µέτρων που έπεσε στο κεφάλι µας; Αρκετοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν να µας κάνουν να το πιστέψουµε. Και η χθεσινή οµιλία του Πρωθυπουργού στο Υπουργικό Συµβούλιο συνέτεινε προς αυτή την κατεύ θυνση. Σύµφωνα µε την πρωθυπουργική αφήγηση, «εµείς» στήσαµε έγκαιρα τον ευρωπαϊκό µηχανισµό και προειδοποιήσαµε για τις ευρύτερες καταστροφικές συνέπειες της µη έγκαιρης ενεργοποίησής του. Οµως οι εταί ροι µας δίστασαν και αναλώθηκαν σε αµφισηµίες. Ωσπου, ξαφνικά, και ενώ η χώρα έπαιρνε τον απότοµο κατήφορο της χρεοκοπίας, οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν πόσο δίκιο είχαµε σε όσα τους λέγαµε και ακόµα περισσότερο: διά µιας προσφέρθηκαν να καλύψουν τις δανειακές µας ανάγκες για µία τριετία και ταυτόχρονα µας έθεσαν σε καθεστώς αναγκαστικής διαχείρισης, αποσπώντας από την ελληνική κυβέρ νηση και αναλαµβάνοντας οι ίδιοι το απο φασιστικότερο µέρος της ελληνικής πολιτι κής εξουσίας.

Είναι αλήθεια ότι στην κρίση που διανύουµε αναδείχθηκαν οι αδυναµίες του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος. Στο βάθος, φάνηκε ότι η έννοια του κοινού ευρωπαϊκού συµφέροντος παραµένει θολή. Τα συµφέροντα των εθνικών κρατών που απαρτίζουν την Ενωση δεν συντίθενται αυτόµατα και, οπωσδήποτε, µια κοινή νοµισµατική πολιτική δεν αρκεί για τη σύνθεσή τους. Το δαιδαλώδες ευρωπαϊκό σύστηµα θεσµών και αντιπροσώπευσης αντανακλά αυτή την κατάσταση. Αλλά αυτό σηµαίνει, επίσης, ότι οι εθνικές κυβερνήσεις που λογοδοτούν σε αντίστοιχα εθνικά εκλογικά σώµατα διατηρούν την ευθύνη των επιλογών τους. Κατά τούτο, η βίαιη µετατόπιση εξουσίας που συντελέστηκε µέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα από την Αθήνα στις Βρυξέλλες (και στην Ουάσιγκτον) αποκτά ακόµα πιο δραµατικό χαρακτήρα.

Στο σηµείο αυτό δεν φτάσαµε µέσα σε µια νύχτα. Τους τελευταίους µήνες, η Ευρώπη και η Ελλάδα χόρεψαν µαζί το ταγκό της συµφοράς. Και τα βήµατα του χορού τα οδηγούσα µε εµείς. Το Πρόγραµµα Σταθερότητας που καταθέσαµε τον Μάρτιο ήταν ανεπαρκές και αδιευκρίνιστο για τα επόµενα, µετά το τρέ χον, χρόνια. Οµως, οι εταίροι µας το αποδέ χθηκαν µετ’ επαίνων. Στη συνέχεια, τους ζητούσαµε µε έµφαση «πολιτική στήριξη» και καθόλου δανεικά. Πάλι, οι εταίροι µας βολεύτηκαν µε µια ανέξοδη «στήριξη». Στην επόµενη φάση εφευρέθηκε το περίφηµο «πιστόλι πάνω στο τραπέζι». Και τότε η κατάσταση άρχισε να µυρίζει µπαρούτι. Οι ευρωπαίοι εταίροι µας άργησαν πολύ να συνειδητοποιήσουν τις δυνητικές επιπτώσεις του ελληνικού προβλήµατος στην ευρωπαϊκή οικονοµία και να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Οταν το έκαναν πια, ήταν αναµενόµενο ότι θα επικεντρώνονταν στην απλούστερη δυνατή διευ θέτηση των µακροοικονοµικών παραγόντων. Από µια διαφορετική σκοπιά, αυτή η διευθέτηση έχει έντονα χαρακτηριστικά κοινωνικής αδικίας. Αλλά την κοινωνική δικαιοσύνη εί ναι εύλογο να την απαιτεί ένας λαός από την εθνική του κυβέρνηση και όχι από εξωτερι κούς «κηδεµόνες».

Βεβαίως, η παρούσα κυβέρνηση φέρει ελάχιστη ευθύνη για τη σηµερινή δηµοσιονοµική και οικονοµική κατάσταση της χώρας. Στο βάραθρο µάς οδήγησε η απερίγραπτη καραµανλική διακυβέρνηση. Ενας διαφορετικός χειρισµός από την πλευρά της νέας κυβέρνησης, που θα προλάβαινε και θα ανέκοπτε την πορεία προς τον γκρεµό, θα απαιτούσε την ανάληψη ενός τεράστιου πολιτικού κόστους, όπως αυτό υπολογίζεται στη µεταπολιτευτική Ελλάδα και το οποίο, όπως αποδεικνύεται, οποιαδήποτε πολιτική δύναµη στη χώρα µας είναι ανέτοιµη να αναλάβει. Ωστόσο, µια ισοπεδωτική κριτική θα παραγνώριζε την ποιοτική διαφορά ανάµεσα στο πολιτικό προσωπικό της κυβερνώσας παράταξης και των αντιπάλων της. Και είναι κατανοητό ότι η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου δεν πρόκει ται να βγει και να αυτοµαστιγωθεί.

Χρησιµότερο για τον τόπο θα είναι να εµπεδωθούν στο κυβερνητικό επιτελείο τα συµπεράσµατα µιας σιωπηρής αυτοκριτικής. Διότι, παρά το «πρωτόγνωρο» ύψος της βοήθειας που µας χορηγείται και τις αντίστοιχα πρωτόγνωρες θυσίες που µας επιβάλλονται, τίποτε δεν έχει οριστικά κερδηθεί. Και είναι προφανές ότι, στο µέτρο που µας αφο ρά, το στοίχηµα περνά από την αντικατάσταση προσώπων και τη διόρθωση πρακτικών που δεν µπορεί να βραδύνουν ούτε στιγµή. Η επίκληση ενός «νέου πατριωτισµού» δεν αρκεί, αν προηγουµένως η κυβέρνηση δεν δώσει πρώτη το στίγµα του. Και τούτο δεν µπορεί, βέ βαια, να περιορίζεται στην οικειοθελή παραίτηση των πολιτικών µας από τα «δώρα» τους. Το κρίσιµο ερώτηµα παραµένει αν η κυβέρνηση µπορεί να ενστερνιστεί ένα διαφορετικό µοντέλο ανάπτυξης και να το εµφυσήσει στην κοινωνία. Δηλαδή, να πειστεί και να πείσει ότι το οικονοµικό µας µοντέλο δεν αντιµετωπίζει ηθικό, αλλά δοµικό πρόβληµα. Οτι η διαφθορά και η διασπάθιση του εθνικού πλούτου δεν είναι αίτιο, αλλά αποτέλεσµα των επιλογών ενός στρεβλού πλαισίου οικονοµικής ζωής. Και ότι απαιτείται µια ριζική αναδιευθέτηση της σχέσης ανάµεσα στην πολιτική και την κοινωνία, που πηγαίνει πολύ πέρα από την τρέχουσα ρητορική της «προστασίας του πολίτη». Τη σχετική πρωτοβουλία µπορεί να αναλάβει συντεταγµένα η πολιτική ή ασύντακτα η κοινωνία. Στη δεύτερη περίπτωση, τα αποτελέσµατα θα είναι εντελώς απρόβλεπτα.

ΜΟΝΤΕΛΟΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Το κρίσιµο ερώτηµα παραµένει αν η κυβέρνηση µπορεί να ενστερνιστεί ένα διαφορετικό µοντέλο ανάπτυξης και να το εµφυσήσει στην κοινωνία