«Το είδα αραγμένο, έμοιαζε παρατημένο και τραυματισμένο κι όμως ήταν… έρωτας με την πρώτη ματιά!», λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Λυκούργος Ορνεράκης: πριν από τρία χρόνια αγόρασε ένα ξύλινο τρεχαντήρι 40 ετών και το ανακατασκευάζει με σκοπό να το ρίξει επιτέλους φέτος στη θάλασσα.


Γύρω απλωμένα σχέδια, εργαλεία, λινάτσες και ξύλα. «Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο δύσκολο είναι να αποτυπώσεις στο χαρτί ένα σκάφος για να μπορέσεις να το ανακατασκευάσεις», λέει. «Για τον ίδιο λόγο το είχε αγοράσει και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του, αλλά έπρεπε να φύγει για Γερμανία και το πούλησε. Το αγόρασα 20.000 ευρώ, αλλά τελικά το κόστος θα φτάσει τις 150.000 ευρώ. Όμως αποφασίσαμε οικογενειακώς να το κάνουμε- θα είναι μία ιδιαίτερη… εξοχική κατοικία!».

Δίπλα στο τρεχαντήρι του Λυκούργου, στο ναυπηγείο του κ. Μανώλη Ψαρρού, στο Πέραμα, η μυρωδιά του ξύλου κυριαρχεί: «Δέκα χρόνια φτιάχναμε την “Αλκμήνη” σε αυτό το ναυπηγείο. Φέτος συμπληρώνει 11 χρόνια στη θάλασσα», λέει ο κ. Λεωνίδας Ρεσβάνης, καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Το ξύλινο σκάφος είναι τρέλα, είναι έρωτας, αλλά και σημαντική οικονομική επιβάρυνση. Εμείς δεν έχουμε εξοχικό, αλλά αυτό το σκαρί, που είναι σχεδιασμένο να μπορεί- αν χρειαστεί- να περάσει ακόμη και τον Ατλαντικό». Το ελληνικό παραδοσιακό ξύλινο σκάφος αποτελεί σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της ναυτικής παράδοσης της χώρας μας, όμως κινδυνεύει να εξαφανιστεί. «Τα περισσότερα παιδιά που ήρθαν κοντά μας για να μάθουν την τέχνη… λοξοδρόμησαν» λέει ο ναυπηγός- μηχανολόγος μηχανικός κ. Θόδωρος Τσίκης, από τους ελάχιστους Έλληνες που γνωρίζουν σήμερα την τέχνη του καραβομαραγκού.

«Προτίμησαν να γίνουν ηλεκτρολόγοι ή μπογιατζήδες. Ήθελαν να βλέπουν τη δουλειά να βγαίνει και στο ναυπηγείο αργεί να φανεί αποτέλεσμα. Πρέπει να μεγαλώσεις κοντά σε αυτό για να το αγαπήσεις. Θέλει τουλάχιστον ένα χρόνο η κατασκευή ενός ξύλινου σκάφους 20 μέτρων από τρεις τεχνίτες και τέσσερις βοηθούς. Δεν είναι, καθόλου, εύκολη υπόθεση». Πεύκο Σάμου. «Το καλύτερο πέτσωμα γίνεται από πεύκο Σάμου», λέει ο κ. Ψαρρός. «Είναι το ρετσίνι και οι ίνες του που το κάνουν ιδανικό. Όμως ο καραβομαραγκός συνεργάζεται πάντα με τον ιδιοκτήτη για να μην τον επιβαρύνει οικονομικά και υπάρχουν φορές που το σκαρί μένει στο ναυπηγείο. Σκεφτείτε μόνο ότι από το ξύλο, που είναι η πρώτη ύλη για μας, το 60% που αγοράζουμε πετιέται. Πληρώνεται και πετιέται. Μόνο το 40% χρησιμοποιούμε από αυτό και σήμερα γίνεται δύσκολο ακόμα και το να βρούμε τα ξύλα που χρειάζονται για τα σκάφη που φτιάχνουμε».

«Μεγάλωσα μέσα στη θάλασσα και πήρα τη σύνταξή μου, όμως δεν μπορώ να ζήσω μακριά από τον ταρσανά», λέει ο μαστρο-Λευτέρης, έμπειρος λεμβουργός από τη Σύμη, που ειδικεύεται στην κατασκευή των κωπηλατικών λέμβων. Και δεν είναι ο μόνος, αλλά είναι από τους τελευταίους. Κι αυτό επειδή κάποτε κάθε τόπος που τον άγγιζε η θάλασσα είχε τον δικό του ταρσανά. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Μόνο το Πέραμα, η Ερμιόνη, η Θάσος, η Καβάλα, ο Βόλος, η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Πάτμος, οι Σπέτσες και η Σύρος διατηρούν ταρσανάδες, καρνάγια ή ναυπηγεία ξύλινου σκάφους.

Το κόστος. Ένα παραδοσιακό ξύλινο σκάφος 10 μέτρων είναι 5%- 7% ακριβότερο από ένα εισαγόμενο πλαστικό σκάφος ίδιων διαστάσεων, που φτάνει τα 30.000- 35.000 ευρώ.

Το μεροκάματο σε αυτά τα ναυπηγεία είναι 100 ευρώ, όμως παρά την οικονομική κρίση λίγοι έρχονται να πιάσουν δουλειά σε αυτά και ακόμη λιγότεροι μένουν και μαθαίνουν την τέχνη. Ωστόσο, στα παράλια της γειτονικής μας Τουρκίας παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μεγάλη δραστηριότητα στη ναυπήγηση σκαφών παραδοσιακής μορφής.

«Πολλά ξύλινα σκάφη αναψυχής που μας φέρνουν για συντήρηση έχουν αγοραστεί από την Τουρκία. Η αγορά της συνεχώς μεγαλώνει, όπως και ο αριθμός των σκαφών που επισκέπτονται κάθε χρόνο τα παράλιά της», επισημαίνει ο κ. Τσίκης.

Καλύτερη πλεύση. «Σε ένα σκάφος 20 μέτρων μπορούν να μείνουν από έξι μέχρι 10 άτομα, είτε αυτό είναι ξύλινο είτε πλαστικό. Ο χειρισμός και των δύο εξαρτάται από τον εξοπλισμό τους, ενώ η ταχύτητα είναι μεγαλύτερη στα ταχύπλοα σε σύγκριση με τα σκάφη εκτοπίσματος, όπως είναι τα ξύλινα», λέει ο κ. Τσίκης. « Όμως, η αρμονική κατανομή των βαρών της κατασκευής προσδίδει στη γάστρα χαρακτηριστικά καλής πλεύσης, με την αποφυγή υψηλών επιταχύνσεων που δημιουργούν δυσφορία στους επιβαίνοντες. Επιπλέον τα ξύλινα τρεχαντήρια και καΐκια έχουν πολύ καλά χαρακτηριστικά ευστάθειας και είναι φτιαγμένα να ταξιδεύουν με ασφάλεια στα 7 και 8 μποφόρ».